Eκκλησιαστική Ζωή ,Τέχνη και Επιστήμη ,Κοινωνία ,Iστορία.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως - Κατήχησις προς τους Φωτιζομένους περί Ενανθρωπήσεως, του Αγ. Κύριλλου Ιεροσολύμων


«Κατήχησις προς τους Φωτιζομένους, περί Ενανθρωπήσεως»
«Ιωσήφ, υιός Δαβίδ, μη φοβηθείς παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου. Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν αγίου. Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από την αμαρτίαν αυτών. Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος. Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον «μεθ’ ημών ο Θεός»».
Αγνείας σύντροφοι και σωφροσύνης μαθηταί, ας ανυμνήσωμε με αγνισμένα χείλη τον Θεόν που εγεννήθη από την Πάναγνον Παρθένον. Εμείς που έχουμε καταξιωθή να μεταλάβωμε την σάρκα του νοητού προβάτου, ελάτε να μεταλάβωμε την κεφαλήν και τους πόδες. Ως κεφαλήν να εννοήσωμε την Θεότητα και ως πόδες να εκλάβωμε την ανθρωπότητα.
Οι ακροαταί των αγίων Ευαγγελίων, ας πεισθούμε στον θεολόγον Ιωάννην, ο οποίος, αφού είπε «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος», προσέθεσε. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο». Πράγματι, δεν είναι ευσεβές ούτε να τον προσκυνούμε ως απλόν άνθρωπο, ούτε να τον ευλογούμε μόνον Θεόν χωρίς την ανθρωπίνην φύση Του. Διότι εάν ο Χριστός είναι Θεός, όπως βεβαίως και είναι, αλλά δεν ανέλαβε την ανθρωπίνη φύση, τότε δεν έχουμε καμμίαν σχέση με την σωτηρία. Να τον προσκυνούμε μεν ως Θεόν, αλλά να πιστεύωμε ότι και ενηνθρώπησε. Διότι ούτε να τον ομολογούμε άνθρωπο χωρίς την Θεότητα μας οφελεί, ούτε το να μην ομολογούμε ότι μαζί με την θείαν φύσιν έχει και την ανθρωπίνη, ημπορεί να μας σώση. Ας ομολογήσωμε την παρουσία του Βασιλέως και ιατρού. Διότι ο Βασιλεύς Ιησούς, προκειμένου να μας θεραπεύση, εζώσθη αντί στολής διακονητού, την ανθρωπίνη φύση και θεράπευσε την ασθένειά μας. Ο τέλειος διδάσκαλος των νηπίων, έγινε μαζί μας νήπιο για να σοφίση τους ανοήτους. Ο επουράνιος άρτος κατέβη στην γη, για να θρέψει τους πεινασμένους.
Και οι γνήσιοι απόγονοι των Ιουδαίων, αρνούμενοι αυτόν που ήλθε, προσδοκούν τον κακώς ερχόμενον. Απεξενώθησαν από τον αληθινόν Χριστόν, και περιμένουν οι πλανημένοι τον πλάνον. «Εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του Πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με, εάν δε άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε».
Καλόν ακόμη είναι να απευθύνωμε και μίαν ερώτηση στους Ιουδαίους: Αληθεύει ο Προφήτης Ησαϊας όταν λέγη πως ο Εμμανουήλ θα γεννηθεί από Παρθένον ή ψεύδεται; Εάν τον κατηγορούν ότι ψεύδεται, αυτό δεν είναι θαυμαστόν, αφού είναι συνηθισμένοι όχι μόνο να κατηγορούν τους Προφήτες ως ψεύστες, αλλά και να τους λιθοβολούν. Εάν όμως ο Προφήτης λέγει την αλήθεια, δείξετε τον Εμμανουήλ, και πείτε μας: αυτός που πρόκειται να έλθη, ο προσδοκώμενος από σας, θα γεννηθή από Παρθένον ή όχι; Και αν δεν γεννάται από παρθένο, τότε κατηγορείτε τον Προφητην ως ψεύστη. Αν όμως προσδοκάτε να συμβή αυτό στο μέλλον, για ποίον λόγον απορρίπτετε αυτό που ήδη έγινε;
Ας πλανώνται λοιπόν οι Ιουδαίοι, αφού το θέλουν, και ας δοξάζεται η Εκκλησία του Θεού. Διότι εμείς παραδεχόμεθα ότι ο Θεός Λόγος αληθώς έγινεν άνθρωπος, χωρίς να μεσολαβήση σαρκική επιθυμία, όπως λέγουν οι αιρετικοί. Αλλά ενηνθρώπησε, όπως λέγει το Ευαγγέλιον, με την συνέργεια της Παρθένου και του Αγίου Πνεύματος, όχι κατά φαντασίαν, αλλά πραγματικώς. Και για το ότι αληθώς ενηνθρώπησε, περίμενε την συνέχεια του λόγου και θα λάβης σε λίγο τις αποδείξεις. Διότι είναι πολύπλοκος η πλάνη των αιρετικών, και άλλοι μεν λέγουν ότι κατά κανένα τρόπον δεν εγεννήθη από Παρθένον, άλλοι δε ότι εγεννήθη βεβαίως, όχι όμως από Παρθένον, αλλά από γυναίκα που ήλθε σε σχέση με άνδρα. Άλλοι πάλι λέγουν ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός που ενηνθρώπησε, αλλά άνθρωπος που εθεοποιήθη. Ετόλμησαν δηλαδή να είπουν ότι δεν ήταν ο προϋπάρχων Λόγος που ενηνθρώπησε, αλλά κάποιος άνθρωπος που προέκοψε πολύ στην αρετή, και έλαβεν ως έπαθλο την θέωση. Συ όμως μνημόνευσε όσα έχουμε ειπεί για την Θεότητα, πίστευσε ότι αυτός ο ίδιος ο Μονογενής Υιός του Θεού εγεννήθη πάλιν από την Παρθένο. Να πεισθής σ’ αυτό που λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Ο μεν Λόγος βεβαίως είναι αιώνιος, αφού εγεννήθη προ πάντων των αιώνων από τον Πατέρα. Την δε σάρκα την ανέλαβε προσφάτως για να μας σώση. Αλλά πολλοί προβάλλουν αντιρρήσεις και λέγουν: Ποία τόσο μεγάλη ανάγκη έκανε τον Θεό να κατέλθη μέχρι την ανθρωπίνη φύση; Και είναι ποτέ δυνατόν να συναναστραφή η Θεία φύσις με τους ανθρώπους ή να γεννήση παρθένος χωρίς συνάφειαν ανδρός; Εμπρός λοιπόν, επειδή υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις και η μάχη είναι πολύπλευρος, ας διαλύσωμε με την χάρη του Χριστού και με τις ευχές των παρόντων κάθε μία χωριστά.
Και πρώτα ας εξετάσωμε για ποιον λόγο κατήλθε στη γην ο Ιησούς. Και μην προσέξης στις ιδικές μου ευρεσιολογίες, διότι με αυτές ίσως εξαπατηθής. Μην πιστέψης στα λεγόμενα, εάν δεν ακούσης για καθένα από τα γεγονότα κάποιαν μαρτυρία προφητικήν. Εάν δεν μάθεις και περί της Παρθένου και του τόπου και του χρόνου και του τρόπου από τις Θείες Γραφές, μη παραδεχθής κανενός ανθρώπου την μαρτυρία. Διότι αυτόν που βλέπει κανείς ενώπιόν του να διδάσκει, είναι δυνατόν να τον υποπτευθή. Ποίος όμως, εάν διαθέτη κοινόν νουν, ημπορεί να θεωρήση ύποπτον εκείνον που έχει προφητεύσει πριν από χίλια και περισσότερα χρόνια;
Εάν λοιπόν ζητής την αιτία της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, να καταφύγης στο πρώτο βιβλίο της Γραφής. Σε έξι ημέρες εποίησεν ο Θεός τον κόσμον. Ο κόσμος όμως έγινε για τον άνθρωπο. Πράγματι και, ο ήλιος, ο οποίος ακτινοβολεί με τις λαμπρότατες ακτίνες του, έγινε για να φωτίζη τον άνθρωπο. Αλλά και όλα τα ζώα για να μας υπηρετούν εδημιουργήθησαν. Τα φυτά και τα δένδρα εκτίσθησαν για την ιδική μας απόλαυση. Όλα τα δημιουργήματα καλά και ωραία είναι, κανένα όμως από αυτά δεν είναι εικόνα του Θεού, παρά μόνον ο άνθρωπος. Ο ήλιος εδημιουργήθη μόνο με το πρόσταγμα του Θεού, ο άνθρωπος όμως επλάσθη με τα χέρια του Θεού, δηλαδή με ιδιαιτέραν ενέργεια και επιμέλεια: «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν. Εάν η ξύλινη εικόνα του επιγείου βασιλέως τιμάται, πόσο μάλλον η λογική εικόνα του Θεού; Αλλά αυτό το πλάσμα, το μεγαλύτερον από τα δημιουργήματα του Θεού, το οποίον εχόρευε μέσα στον Παράδεισο, το έβγαλεν από εκεί ο φθόνος του διαβόλου. Και έχαιρεν ο εχθρός για την πτώσιν εκείνου που αυτός εφθόνησε. Μήπως άραγε συ ήθελες να εξακολουθή να χαίρεται αιωνίως ο εχθρός; Αυτός, επειδή δεν ετόλμησε τότε να πλησιάση τον άνδρα, που ήταν ισχυρός, επλησίασε την Εύαν, ως ασθενεστέραν, η οποία ήταν ακόμη παρθένος, διότι ο «Αδάμ έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού» μετά την πτώση και την έξωση από τον Παράδεισον.
Δεύτεροι διάδοχοι του ανθρωπίνου γένους ήταν ο Κάιν και ο Άβελ. Ο Κάιν ήταν και ο πρώτος ανθρωποκτόνος. Έπειτα επηκολούθησε ο κατακλυσμός εξ αιτίας της πολλής κακίας των ανθρώπων. Αργότερα κατήλθε πυρ επάνω στους Σοδομίτες για την παρανομία τους. Έπειτα από χρόνια εξέλεξεν ο Θεός τον λαό τού Ισραήλ, αλλά και αυτός διεστράφη, και έτσι το εκλεκτόν γένος ετραυματίσθη. Πράγματι, την στιγμήν που ο Μωυσής παρίστατο ενώπιον του Θεού επάνω στο Όρος, κάτω ο λαός προσκυνούσε αντί του Θεού τον μόσχον. Την εποχήν του νομοθέτου Μωυσέως, ο οποίος είπε το «Μη μοιχεύσης», κάποιος άνδρας ετόλμησε να εισέλθη σε ένα καμίνι και να πράξη την ακολασία. Μετά τον Μωυσή απεστάλησαν Προφήτες για να θεραπεύσουν τον Ισραήλ, αλλά δεν κατώρθωναν να νικήσουν την πνευματικήν του ασθένεια, και θρηνούσαν γι’ αυτό, ώστε κάποιος από αυτούς να λέγη: «οίμοι ότι απόλωλεν ευλαβής από της γής, και ο κατορθών εν ανθρώποις ουχ υπάρχει». Και πάλιν: «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός». Και πάλιν: «αρά και κλοπή και μοιχεία και φόνος εκκέχυται επί της γης», «τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας έθυσαν τοις δαιμονίοις» «οιωνίζοντο και εκληδονίζοντο (ησχολούντο δηλαδή με οιωνούς και μάγια)».
Πολύ βαθειά λοιπόν προχωρημένο και εκτεταμένο το τραύμα της ανθρωπότητος. «Από ποδών έως κεφαλής ουκ ην αυτώ ολοκληρία. Ουκ ην μάλαγμα επιθείναι (δεν ήταν δυνατόν δηλαδή να θεραπευθή με κατάπλασμα) ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους». Και έλεγαν κατόπιν οι Προφήτες, θρηνώντας και υποφέροντας γι’ αυτήν την κατάσταση. «Τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον»; Και άλλος Προφήτης παρακαλούσε λέγοντας: «Κύριε κλίνον ουρανούς και κατάβηθι», τα τραύματα της ανθρωπότητος υπερβαίνουν τις θεραπευτικές μας ικανότητες. «Τους Προφήτας σου απέκτειναν και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν». Από εμάς είναι αδύνατον να διορθωθή το κακό, μόνο συ ημπορείς να το διορθώσης.
Και ο Κύριος επήκουσε της δεήσεως των Προφητών. Δεν παρέβλεψε ο Πατέρας το γένος μας που εχάνετο. Εξαπέστειλε ιατρόν από τον Ουρανόν, τον Κύριον, τον Υιόν Του… Όταν δηλαδή απεδείχθη η δική μας αδυναμία, ανέλαβεν ο Κύριος να κάνη αυτό που επιζητούσε ο άνθρωπος. Και επειδή ο άνθρωπος ήθελε να ακούση κάποιον όμοιό του, ανέλαβε την ιδικήν μας φθαρτήν φύσιν ο Σωτήρ, ώστε να παιδαγωγηθούν πιο αποτελεσματικά οι άνθρωποι.
Υπάρχει όμως και άλλος λόγος. Ο Χριστός ήλθε κοντά μας για να βαπτισθή, και να αγιάση το Βάπτισμα. Ήλθε για να θαυματουργήση περιπατώντας στην επιφάνεια της θαλάσσης. Επειδή πριν από την ένσαρκον οικονομίαν «η θάλασσα είδε και έφυγε και ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω», ανέλαβεν ο Κύριος το σώμα, ώστε η θάλασσα, όταν τον ιδή, να τον δεχθή επάνω της, και ο Ιορδάνης να τον υποδεχθή αφόβως. Αυτή λοιπόν είναι μία αιτία, υπάρχει όμως και δευτέρα.
Ο θάνατος ήλθε στον κόσμο δια παρθένου, της Εύας. Έπρεπε δια παρθένου, ή μάλλον από παρθένο, να φανερωθή και η ζωή, ώστε καθώς εκείνην την είχεν πατήσει ο όφις, έτσι και αυτήν να την ευαγγελισθή ο Γαβριήλ.
Αφού οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τον Θεόν, εδημιούργησαν ανθρωπόμορφα είδωλα. Επειδή λοιπόν μέσα στην πλάνη τους οι άνθρωποι προσκυνούσαν ψευδή μορφήν ανθρώπου, έγινεν ο Θεός αληθώς άνθρωπος, ώστε να διαλυθή το ψεύδος. Ο διάβολος είχε χρησιμοποιήσει ως όργανον εναντίον μας την σάρκα. Και αυτό γνωρίζοντας ο Παύλος λέγει: «Βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου, αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με» και τα λοιπά. Με τα ίδια λοιπόν όπλα με τα οποία μας πολεμούσε ο διάβολος, με αυτά ακριβώς και έχουμε σωθή. Ανέλαβεν ο Κύριος από εμάς την ιδική μας φύση, ώστε να της δώση ό,τι της έλειπε, την πλουσίαν χάρη. Για να γίνη η φύσις των ανθρώπων η αμαρτωλός, Θεού κοινωνός. Και έτσι «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Έπρεπεν ο Κύριος να πάθη υπέρ ημών. Δεν θα τολμούσε όμως ο διάβολος να τον πλησιάση, εάν τον ανεγνώριζε. Το σώμα δηλαδή έγινε δόλωμα για τον θάνατον, ώστε ο δράκοντας, ενώ ήλπιζε ότι θα τον καταπιή, να εμέση και όσους είχεν ήδη καταπιή. «Κατέπιε γαρ ο θάνατος ισχύσας» και «αφείλεν ο Θεός παν δάκρυον από προσώπου παντός», είχε προείπει ο Ησαϊας. Μήπως ο Χριστός ματαίως έγινεν άνθρωπος; Μήπως οι διδασκαλίες του είναι ρητορικά εφευρήματα και ανθρώπινα σοφίσματα; Δεν είναι οι θείες Γραφές που μας οδηγούν στην σωτηρία; Εκεί μέσα δεν συναντούμε τις προρρήσεις των Προφητών; Κράτα, λοιπόν, σε παρακαλώ σταθερά μέσα σου αυτήν την παρακαταθήκη, και κανείς ας μη σε μετακινήση. Πίστευε ότι αληθώς ο Θεός έγινεν άνθρωπος.
Το ότι ήταν λοιπόν δυνατόν ο Θεός να γίνη άνθρωπος έχει αποδειχθή. Αν όμως οι Ιουδαίοι ακόμη απιστούν, θα τους κάνωμε την εξής ερώτηση: Τί παράδοξο κηρύττουμε λέγοντας ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος, αφού σεις οι ίδιοι λέγετε ότι ο Αβραάμ υπεδέχθη τον Κύριον; Τί παράδοξο κηρύττουμε αφού και ο Ιακώβ λέγει: «είδον γαρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή». Ο Κύριος, ο οποίος εφιλοξενήθη και έφαγε στην σκηνήν του Αβραάμ, έφαγε και μαζί μας. Τί το παράδοξον λοιπόν κηρύττουμε; Έχουμε όμως να παρουσιάσωμε και δύο μάρτυρες, οι οποίοι εστάθησαν στο όρος Σινά ενώπιον του ιδίου του Κυρίου. Ο Μωυσής, όταν ευρίσκετο μέσα στην οπή του βράχου, και ο Ηλίας αργότερα, που τον είδε επίσης μέσα στην οπή ενός σπηλαίου. Εκείνοι παρουσιάσθησαν κατά την Μεταμόρφωσή του και στο Όρος Θαβώρ και «έλεγον τοις μαθηταίς την έξοδον, ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ». Αλλά όπως προείπα, έχει αποδειχθή ότι ήταν δυνατόν να λάβη ο Θεός την ανθρωπίνη φύση. Ας αφήσωμε λοιπόν να ασχολούνται με τις αποδείξεις εκείνοι που αρέσκονται να επανέρχωνται συνεχώς στα ίδια.
Έχουμε όμως υποσχεθή να ομιλήσωμε και για τον χρόνο, και για τον τόπο της ελεύσεως του Σωτήρος. Και δεν πρέπει να αναχωρήσωμε από εδώ, κατηγορούμενοι για ψεύδος, αλλά μάλλον να βοηθήσωμε τους νέους βλαστούς της Εκκλησίας να φύγουν από εδώ πιο εδραιωμένοι στην πίστη. Ας αναζητήσωμε λοιπόν τον χρόνο, πότε δηλαδή ήλθε εδώ ο Κύριος. Επειδή η παρουσία του είναι πρόσφατος και, γι’ αυτό αμφισβητείται, και ακόμη επειδή «Χριστός Ιησούς χθες και σήμερον είναι ο αυτός και εις τους αιώνας». Λέγει λοιπόν ο Προφήτης Μωυσής. «Προφήτην υμίν αναστήσει Κύριος ο Θεός υμών ως εμέ». Ας αφήσωμε προς το παρόν το «ως εμέ» για να εξετασθή εκεί που πρέπει. Αλλά πότε θα έλθη αυτός ο προσδοκώμενος Προφήτης; Ανάτρεξε, λέγει, σ’ αυτά που έχω γράψει. Ερεύνησε με προσοχήν την προφητεία που είπε ο Ιακώβ προς τoν Ιούδα: «Ιούδα, σε αινέσαισαν (θα σε υμνήσουν) οι αδελφοί σου», και τα υπόλοιπα, για να μην τα ειπούμε όλα. Και στην συνέχεια «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού (από τους απογόνους του δηλαδή) έως αν έλθη ω απόκειται, (αυτός στον οποίον έχει επιφυλαχθή), και αυτός προσδοκία» όχι των Ιουδαίων, αλλά «Εθνών». Το ότι λοιπόν έπαυσε η εξουσία των Ιουδαίων είναι σημείον της παρουσίας του Χριστού. Εάν τώρα δεν ευρίσκωνται υπό την εξουσία των Ρωμαίων, δεν έχει έλθει ακόμη ο Χριστός. Εάν τους κυβερνά απόγονος του Ιούδα και του Δαυϊδ, δεν ήλθεν ακόμη ο προσδοκώμενος. Και εντρέπομαι να ομιλώ για τα πρόσφατα γεγονότα που συνέβησαν σ’ αυτούς, σχετικά με εκείνους που ονομάζουν τώρα πατριάρχες. Ποία δηλαδή είναι η καταγωγή τους και ποία η μητέρα τους. Τα αφήνω γι’ αυτούς που τα γνωρίζουν. Αλλά αυτός ο ερχόμενος, η προσδοκία των εθνών, ποίον άλλο σημείο έχει άραγε; Λέγει στην συνέχεια η Γραφή «δεσμεύων προς άμπελον τον πώλον (τον νεαρόν όνον δηλαδή) αυτού». Βλέπεις και εδώ σαφώς τον πώλο, τον οποίο προανήγγειλεν ο Ζαχαρίας, και εχρησιμοποίησεν ο Ιησούς.
Αλλά ζητείς και άλλην μαρτυρία για τον χρόνο της παρουσίας του; «Κύριος είπε προς με. Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε», και μετά από λίγο λέγει «ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά». Είπα και προηγουμένως ότι ράβδος σιδηρά ονομάζεται σαφώς η βασιλεία των Ρωμαίων. Σχετικώς με αυτήν ας ξαναθυμηθουμε το χωρίον του Προφήτου Δανιήλ. Όταν δηλαδή εδιηγείτο και εξηγούσε στον Ναβουχοδονόσορα την εικόνα του αδριάντος, αναφέρει και όλη την οπτασία που είχε δει γι’ αυτόν, και «λίθον άνευ χειρός εξ όρους τμηθέντα», ο οποίος δεν κατεσκευάσθη από άνθρωπο, και θα επικρατήση σε όλην την οικουμένην. Και λέγει καθαρώτατα ότι «και εν ταις ημέραις των βασιλειών εκείνων αναστήσει ο Θεός του ουρανού βασιλείαν, ήτις εις τον αιώνα ου διαφθαρήσεται, και η βασιλεία αυτού λαώ ετέρω ουχ υπολειφθήσεται (δεν θα έχη διαδοχήν δηλαδή, θα είναι αιώνιος)».
Ζητούμε όμως να μας αποδείξης με ακόμη μεγαλυτέραν διαφάνεια τον χρόνο της ελεύσεώς του, επειδή ο άνθρωπος είναι δύσπιστος, και εάν δεν του υπολογίσης και την ακριβή χρονολογία, δεν πιστεύει στα λεγόμενα. Ποίος είναι λοιπόν ο καιρός και ποίος ο χρόνος; Όταν παύσουν πλέον να υπάρχουν βασιλείς από την γενεάν του Ιούδα και βασιλεύση στο εξής αλλόφυλος, ο Ηρώδης δηλαδή. Λέγει λοιπόν ο άγγελος στον Δανιήλ: «Συ δε μοι σημείωσαι τα λεγόμενα, και γνώσει και συνήσεις (θα κατανοήσης δηλαδή). Από εξόδου λόγου του αποκριθήναι (από την ημέρα που θα εκδοθή διάταγμα) του ανοικοδομηθήναι Ιερουσαλήμ έως Χριστού ηγουμένου, εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο». Εξήντα εννέα όμως εβδομάδες ετών απαριθμούν τετρακόσια ογδόντα τρία ετη. Είπε λοιπόν ότι αφού περάσουν τετρακόσια ογδόντα τρία έτη από την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, και εκλείψουν οι άρχοντες που προέρχονται από την φυλήν του Ιούδα, τότε έρχεται βασιλεύς αλλόφυλος, στις ημέρες του οποίου θα γεννηθή ο Χριστός. Ο Δαρείος λοιπόν ο Μήδος την ανοικοδόμησε κατά το έκτον έτος της βασιλείας του, που αντιστοιχεί στο πρώτον έτος της εξηκοστής έκτης Ολυμπιάδος των Ελλήνων. Οι Έλληνες ονομάζουν Ολυμπιάδα τον αγώνα που τελείται κάθε τέσσερα χρόνια χάριν της ημέρας που συμπληρώνεται κάθε τετραετία. Διότι, σύμφωνα με την πορεία του ηλίου, περισσεύουν κάθε έτος τρεις ώρες. Ο Ηρώδης λοιπόν εβασίλευσε το τέταρτον έτος της εκατοστής ογδοηκοστής έκτης Ολυμπιάδος. Από την εξηκοστήν έκτη λοιπόν μέχρι την εκατοστήν ογδοηκοστήν έκτη μεσολαβούν εκατόν είκοσι Ολυμπιάδες και κάτι ακόμη. Οι εκατόν είκοσι λοιπόν Ολυμπιάδες αντιστοιχούν σε τετρακόσια ογδόντα έτη. Τα υπόλοιπα τρία έτη ίσως είναι αυτά που περιλαμβάνονται μεταξύ του πρώτου και του τετάρτου, κατά το οποίον εβασίλευσε ο Ηρώδης. Έχεις λοιπόν την απόδειξη σύμφωνο με αυτό που λέγει η Γραφή, ότι «από εξόδου λόγου του αποκριθήναι και του οικοδομηθήναι Ιερουσαλήμ, έως Χριστού ηγουμένου, εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο», δηλαδή τετρακόσια ογδόντα τρία έτη. Έχεις λοιπόν τώρα πλέον την απόδειξη της χρονολογίας ελεύσεως του Χριστού, αν και υπάρχουν και άλλοι τρόποι που δίδουν το ίδιο αποτέλεσμα με βάση τις εβδομάδες των ετών για τις οποίες προείπεν ο Δανιήλ.
Ακου τώρα τι λέγει ο Μιχαίας, σχετικά με τον τόπο της Γεννήσεως του Θεανθρώπου. «Και συ Βηθλεέμ οίκος του Ευφραθά, μη ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα (δέν έχεις ουτε χιλίους κατοίκους δηλαδή). Εκ σου γαρ μοι εξελεύσεται ηγούμενος του είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ, και αι έξοδοι αυτού (η εξουσία του δηλαδή) απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος». Ήδη όμως γνωρίζεις, αφού είσαι Ιεροσολυμίτης, ότι και στον εκατοστόν τριακοστόν πρώτον ψαλμόν αναφέρεται η περιοχή στην οποία θα γεννηθή ο Μεσσίας. «Ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Ευφραθά, εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού». Και πράγματι, μέχρι προ ολίγων ετών ο τόπος αυτός ήταν δασώδης. Ήκουσες πάλι τον Αββακούμ που λέγει προς τον Κύριον. «Εν τω εγγίζειν τα έτη επιγνωσθήση, εν τω παρείναι τον καιρόν αναδειχθήση». Και ποιον είναι το σημείον, ω Προφήτα, του ερχομένου Κυρίου; Και αυτός συνεχίζει: «εν μέσω δύο ζώων (ανάμεσα σε δύο ζωές δηλαδή) γνωσθήση». Λέγει δηλαδή σαφώς προς τον Κύριον, ότι θα έλθης κοντά μας ένσαρκος, θα ζήσης την μία ζωή, θα αποθάνης, και αφού αναστηθής θα ζήσης πάλι.
Και από ποιό περίχωρο της Ιερουσαλήμ έρχεται; Από την Ανατολή, την Δύσι, τον Βορρά, τον Νότο; Ειπέ μας ακριβώς. Και αυτός αποκρίνεται σαφέστατα και λέγει: «ο Θεός από Θαιμάν ήξει (θα έλθει από τον Νότο, διότι Θαιμάν ερμηνεύεται νότος) και ο άγιος εξ όρους (Φαράν) κατασκίου (σκιερού) δασέος». Πράγμα με το οποίον συμφωνεί και ο Ψαλμωδός, ο οποίος είπεν «εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού (στη δασώδη πεδιάδα)».
Τώρα λοιπόν ζητούμε από ποιόν έρχεται και πώς έρχεται. Αυτό μας το λέγει ο Ησαϊας. «Ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Οι Ιουδαίοι όμως αντιλέγουν σ’ αυτά (διότι έχουν συνηθίσει από παλαιά να αντιδρούν κακοπροαίρετα στην αλήθεια), και υποστηρίζουν ότι ο Προφήτης δεν έγραφε «η παρθένος» αλλά «η νεάνις» (η κόρη δηλαδή). Αλλά εγώ, και αν δεχθώ ως ορθόν αυτό που λέγουν, καταλήγω πάλι στην ιδίαν αλήθεια. Διότι πρέπει να τους ερωτήσωμε: Πότε φωνάζει μία παρθένος που βιάζεται; Καλεί σε βοήθεια πριν την διαφθείρουν ή μετά; Αν λοιπόν σε άλλο σημείο η Γραφή λέγει «εβόησεν η νεάνις και ουκ ην ο βοηθών αυτήν, άραγε δεν αναφέρεται σε παρθένον; Και για να μάθης σαφέστερα ότι στην θεία Γραφή και η παρθένος ονομάζεται νεάνις, άκου τι λέγει το βιβλίο των Βασιλειών για την Αβισάκ την Σουναμίτιδα. «Και ην η νεάνις καλή (ωραία) σφόδρα» και το ότι εξελέγη και προσεφέρθη στον Δαυίδ, επειδή ήταν παρθένος, έχει σαφώς ομολογηθή.
Λέγουν όμως πάλιν οι Ιουδαίοι, ότι αυτό ελέχθη από τον Προφήτη στον Άχαζ για τον Εζεκία. Ας αναγνώσωμε λοιπόν την Γραφή. Λέγει ο Θεός στον Άχαζ. «Αίτησαι σεαυτώ σημείον παρά Κυρίου του Θεού σου εις βάθος της γης ή εις ύψος του ουρανού». Αυτό το σημείο θα πρέπει να είναι πολύ παράδοξο, διότι σημείον είναι το ύδωρ που ανέβλυσε από την πέτρα, η θάλασσα που διεχωρίσθη, ο ήλιος που εστράφη οπίσω και τα παρόμοια. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο σημείο το να συλλάβη μια νέα, αλλά το να παραμείνη παρά ταύτα παρθένος. Αυτά όμως που θα λεχθούν στην συνέχεια, θα ελέγξουν φανερώτερα τους Ιουδαίους. Γνωρίζω ότι λέγω πολλά, και οι ακροαταί έχουν κουρασθή. Ανεχθείτε όμως το πλήθος των λόγων, επειδή λέγονται για τον Χριστό και όχι για τυχαία πράγματα. Αυτό λοιπόν ελέχθη από τον Ησαϊαν, όταν εβασίλευεν ο Άχαζ, ο οποίος εβασίλευσε μόνο δέκα έξι ετη, και η προφητεία ελέχθη προς αυτόν κατά την διάρκειαν αυτών των ετών. Έτσι την αντίρρηση των Ιουδαίων την καταρρίπτει ο ίδιος ο Εζεκίας, ο υιός και διάδοχος του Άχαζ, ο οποίος όταν έγινε βασιλεύς ήταν εικοσιπέντε ετών. Αφού λοιπόν η προφητεία ελέχθη μέσα στα δέκα έξι προηγούμενα έτη, ο Εζεκίας είχε γεννηθή εννέα έτη πριν την προφητεία. Ποία ανάγκη λοιπόν υπήρχε να λεχθή η προφητεία γι’ αυτόν ο οποίος είχεν ήδη γεννηθή, πριν από εννέα έτη και μάλιστα ο πατέρας του Άχαζ δεν είχε γίνει ακόμη βασιλεύς; Διότι δεν είπεν ότι «εν γαστρί έλαβεν η παρθένος» αλλά ότι «λήψεται (θα συλλάβη δηλαδή)» αφού ομίλησε προγνωστικώς…
Αλλά και οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι μας χλευάζουν, και ισχυρίζονται ότι ήταν αδύνατον ο Χριστός να γεννηθή από παρθένο. Τους εθνικούς κατ’ αρχήν θα τους αποστομώσωμε από τους ιδίους τους μύθους των. Σεις λοιπόν οι οποίοι υποστηρίζετε ότι είναι δυνατόν λίθοι ριπτόμενοι να μεταβάλλωνται σε ανθρώπους, πώς ισχυρίζεσθε ότι είναι αδύνατον να γεννήση παρθένος; Σεις που μυθολογείτε ότι έχει γεννηθή θυγατέρα από τον εγκέφαλο του πατέρα της, πώς λέγετε ότι είναι αδύνατον να γεννηθή υιός από παρθενικήν γαστέρα; Σεις που ισχυρίζεσθε ψευδώς ότι ο Διόνυσος εκυοφορήθη από τον μηρόν του Διός σας, πώς απορρίπτετε την ιδική μας αλήθεια; Γνωρίζω ότι με αυτά που λέγω υποτιμώ το πνευματικόν επίπεδο του ακροατηρίου αυτού, αλλά ανέφερα αυτά τα επιχειρήματα από την μυθολογία τους ώστε, όταν χρειασθή, να τους εντροπιάσης εσύ με τα ιδικά τους. Προς δε τους Ιουδαίους απάντησε με την εξής ερώτηση: Ποίον είναι δύσκολο, να γεννήση μία γυναίκα ηλικιωμένη και στείρα, στην οποίαν έχουν εκλείνει οι προϋποθέσεις της γονιμότητος, ή μία νεαρά παρθένος; Στείρα ήταν η Σάρρα, και ενώ το γεννητικό της σύστηνα είχε παύσει να λειτουργή, εγέννησε με τρόπον υπερφυσικό. Και το να γεννήση λοιπόν στείρα, και το να γεννήση παρθένος είναι ξένο προς την φύση. Ή θα απορρίψης λοιπόν και τα δύο ή θα δεχθής και τα δύο. Διότι ο ίδιος Θεός είναι που πραγματοποίησε και εκείνο στην στείρα και τούτο στην Παρθένο.
[Πολλά άλλα θαυμαστά γεγονότα ημπορούμε να υπενθυμίσωμε από την ιστορία των Ιουδαίων], αλλά αυτοί δεν πείθονται με αυτά, εάν δεν πληροφορηθούν πειστικώς με άλλες παρόμοιες και παράδοξες περιπτώσεις αντιθέτων προς την φύση τοκετών. Υπόβαλέ τους λοιπόν την εξής ερώτηση: Η Εύα, η πρώτη γυναίκα, από ποιόν εγεννήθη; Ποία μητέρα την συνέλαβε, αφού δεν υπήρχε άλλη γυναίκα; Απαντά η Γραφή, ότι εδημιουργήθη από την πλευρά του Αδάμ. Άραγε λοιπόν η μεν Εύα εγεννήθη από την πλευρά του ανδρός χωρίς μητέρα, όμως δεν ημπορεί να γεννηθή παιδί άνευ ανδρός από παρθενικήν γαστέρα; Την χρεωστούσε στους άνδρες το γένος του θήλεος αυτή την χάρη, διότι η Εύα εγεννήθη από τον Αδάμ και μάλιστα χωρίς να συλληφθή από μητέρα, αλλά προήλθε μόνον από άνδρα. Ανταπέδωσε λοιπόν η Μαρία το χρέος της χάριτος, γεννώντας με την δύναμη του Θεού, χωρίς την συμμετοχήν ανδρός, αλλά αφθόρως, μόνη της, «εκ Πνεύματος Αγίου».
Ας αναφέρωμε όμως και το ακόμη μεγαλύτερο θαύμα. Διότι το να γεννηθούν σώματα από άλλα σώματα, αν και παράδοξον, είναι όμως δυνατόν. Το να γίνη όμως το χώμα της γης άνθρωπος, αυτό είναι θαυμαστότερον. Το να σχηματισθούν οι χιτώνες των οφθαλμών μόνον από μίγμα πηλού και να δέχωνται τις φωτεινές ακτίνες, αυτό είναι επίσης θαυμαστότερον. Το να δημιουργήται από ένα και το αυτό χώμα και η σκληρότης των οστών και η απαλότης των πνευμόνων, και οι διάφορες άλλες μορφές και δομές των μελών, αυτό είναι το θαυμαστόν. Το να λάβη ζωήν ο πηλός και να περιέρχεται αυτοκινήτως την οικουμένη και να οικοδομή, αυτό είναι το θαυμαστόν. Το να διδάσκη ο πηλός και να ομιλή, να κτίζη και να βασιλεύη, αυτό είναι το θαυμαστόν. Ω αμαθέστατοι Ιουδαίοι, από πού λοιπόν έγινεν ο Αδάμ; Δεν «έλαβεν ο Θεός χουν από της γης» και έπλασεν αυτό το θαυμάσιον πλάσμα; Έπειτα, ο πηλός ημπορεί να μεταβληθή σε οφθαλμό, και η παρθένος να γεννήση δεν ημπορεί; Εκείνο που είναι εντελώς έξω από τις ανθρώπινες δυνατότητες ημπορεί να γίνη, και αυτό που είναι σχεδόν σ’ αυτά τα πλαίσια δεν γίνεται;
Ας κρατούμε αυτά στην μνήμη μας, αδελφοί. Αυτά τα όργανα ας χρησιμοποιούμε για να αμυνώμεθα. Να μην ανεχώμεθα τους αιρετικούς, οι οποίοι διδάσκουν ότι είναι φανταστική η ένωσις των δύο φύσεων στον Χριστόν. Ας περιφρονήσωμε και αυτούς που λέγουν πως η γέννησις του Σωτήρος έγινε με την συνέργεια ανδρός και γυναικός, αυτούς οι οποίοι ετόλμησαν να ειπούν ότι προήλθε από τον Ιωσήφ και την Μαρία, επειδή γράφει «και παρέλαβε την γυναίκα αυτού». Ας ενθυμηθούμε τον Ιακώβ, ο οποίος πριν λάβη την Ραχήλ έλεγε στον Λάβαν: «Απόδος την γυναίκα μου». Όπως δηλαδή εκείνη ονομάζετο γυναίκα του Ιακώβ, πριν ακόμη τον γάμο και μόνο με την υπόσχεση που είχε δοθή, έτσι και η Μαρία, άπαξ και εμνηστεύθη ονομάζετο γυναίκα του Ιωσήφ. Και πρόσεξε την ακρίβεια του Ευαγγελίου, που λέγει «εν δε τω μηνί τω έκτω απεστάλη ο Άγγελος Γαβριήλ από του Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ης όνομα Ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ» και τα λοιπά. Και πάλιν, όταν ήταν η απογραφή, και ο Ιωσήφ ανέβη για να απογραφή, τί λέγει η Γραφή; «Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας, απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτώ γυναικί ούση εγκύω». Ήταν έγκυος λοιπόν. Δεν είπεν όμως «τη γυναικί αυτού», αλλά «τη μεμνηστευμένη αυτώ». Πράγματι, όπως λέγει ο Παύλος, «εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού», ο οποίος εγεννήθη όχι από άνδρα και γυναίκα, αλλά «γενόμενον εκ γυναικός» μόνον, που σημαίνει από παρθένο. Το ότι και η παρθένος λέγεται γυναίκα το προαπεδείξαμε. Από παρθένο λοιπόν εγεννήθη ο παρθενοποιός των ψυχών.
Αλλά απορείς με αυτό το γεγονός; Και αυτή η ιδία που τον εγέννησε ευρίσκετο σε απορία. Επειδή λέγει προς τον Γαβριήλ: «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;». Και αυτός απαντά: «Πνεύμα Αγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι. Διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται, Υιός Θεού». Αχραντος και αρρύπαρος η γέννησις. Διότι όπου πνέει το Αγιον Πνεύμα, εξαφανίζεται κάθε μολυσμός. Είναι αρρύπαρος η ένσαρκος γέννησις του Μονογενούς από την Παρθένο. Και αν αντιδρούν οι αιρετικοί προς την αλήθεια, θα τους ελέγξη το Πνεύμα το Άγιον. Θα αγανακτήση η Δύναμις του Υψίστου, η οποία επεσκίασε την Παρθένο. Θα έλθουν αντιμέτωποι με τον Γαβριήλ κατά την ημέρα της Κρίσεως. Θα τους καταισχύνη ο τόπος της Φάτνης, ο οποίος εδέχθη τον Δεσπότη. Θα καταθέσουν ως μάρτυρες οι ποιμένες που ευηγγελίσθησαν τότε, και η στρατιά των αγγέλων που έψαλλαν και υμνούσαν και έλεγαν. «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Θα μαρτυρήσουν ο Ναός, στον οποίον οδηγήθη την τεσσαρακοστήν ημέρα. Τα ζεύγη των τρυγόνων που προσεφέρθησαν υπέρ αυτού και ο Συμεών, ο οποίος τότε τον ενηγκαλίσθη και η Προφήτις Άννα που ήταν παρούσα. Αφού λοιπόν μαρτυρεί ο Θεός και συμμαρτυρεί το Αγιον Πνεύμα και ο Χριστός λέγει: «Τί με ζητείτε αποκτείναι, άνθρωπον oς την αλήθειαν υμίν λελάληκα», ας κλείσουν τα στόματά τους οι αιρετικοί που αντιλέγουν στην ανθρωπίνη φύση του Χριστού. Πράγματι έρχονται σε διαφωνία με αυτόν που λέγει: «ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα, σάρκα και οστέα ουκ έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα». Ας προσκυνήσωμε τον Κύριο που εγεννήθη από Παρθένο, και ας μάθουν οι παρθένοι το έπαθλο της πολιτείας των. Ας μάθη και των μοναχών το τάγμα την δόξα της αγνότητος. Διότι δεν έχουμε στερηθή το αξίωμα της αγνότητος. Στην γαστέρα της Παρθένου έμεινεν ο Σωτήρ, εννέα μήνες και έγινεν ο Κύριος άνδρας τριάντα τριών ετών. Ώστε αν η Παρθένος καυχάται για το διάστημα των εννέα μηνών που τoν εκράτησε μέσα της, πολύ περισσότερον εμείς που τον είχαμε τόσο πολλά έτη κοντά μας.
Ας τρέξωμε λοιπόν όλοι, με την χάρη του Θεού, στον δρόμο της αγνότητος, «νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων», όχι ζώντας με ακολασίες, αλλά υμνώντας το όνομα του Χριστού. Να μην αγνοήσωμε την δόξα της αγνότητος, διότι είναι αγγελικός ο στέφανος και υπεράνθρωπον το κατόρθωμα. Ας σεβασθούμε τα σώματα, που μέλλουν «να λάμψουν ως ο Ήλιος». Μη μολύνωμε για μία στιγμιαίαν ηδονή το σώμα, που έχει τοιαύτην και τόσο μεγάλην αξία. Πράγματι, η αμαρτία είναι σύντομος και προσωρινή, η εκτροπή όμως είναι πολυετής και αιώνιος. Άγγελοι που περιπατούν επάνω στην γη είναι όσοι αγωνίζονται για την αγνότητα. Οι παρθένοι θα ευρίσκωνται μαζί με την Παρθένο Μαρία.
Ας εξορισθή κάθε καλλωπισμός και κάθε ολέθριον βλέμμα, κάθε βάδισμα συρόμενο και κάθε ένδυμα και άρωμα προκλητικόν. Ας είναι για όλους μας άρωμα η ευωδία της προσευχής και των αγαθών πράξεων και ο αγιασμός των σωμάτων, ώστε ο Κύριος, ο οποίος εγεννήθη από την Παρθένον, να ειπή και για μας, τους άνδρες που ζουν με αγνότητα, και τις γυναίκες που στεφανώνονται γι’ αυτήν: «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός και αυτοί έσονταί μοι λαός». Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
[4ος αιών - Κατηχήσεις Αγίου Κυρίλλου (ΙΒ' προς τους Φωτιζομένους, Εκδόσεις Ετοιμασία), σελ. 214. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 609 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς]

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Ν Η Π Ι Ο Β Α Π Τ Ι Σ Μ Ο Σ




ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

«Υποχρε­ωτικός Χριστιανισμός»

ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΗ κ. Σ. ΙΩΑΝΝΟΥ




ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


πηγή:egolpion.
   Αφορμή μας το προτεσταντικό βιβλίον του κ. Σ. Ιωάννου.
Πέρασαν κάποιοι αιώνες, από τότε που με­ρικοί επικίνδυνοι αιρετικοί, οι κάθε λογής Προτεστάντες (Ευαγγελικοί, Βαπτιστές, αργότερον οι Πεντηκοστιανοί, κ.λπ.) έβαλαν για στόχον τους την Ορθόδοξην Εκκλησίαν και τη λυμαίνονται προσπαθώντας ν' αγρεύσουν, με διάφορες μορφές και μεθόδους προσηλυτισμού, οπαδούς ανάμεσα απ' τα τέκνα της.
Έτσι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, το κα­κόν έχει παραγίνει. Η Ελλάδα μοιάζει με ξέ­φραγο αμπέλι. Γίνεται αυτό που λέει η λαϊκή σοφία: «Μπάτε σκύλοι αλέστε κι' αλεστικά μη δώστε». Φθάσαμε μάλιστα στο σημείο, σε ορισμένα τετράγωνα της πρωτεύουσας, κάθε δέκα μέτρα να φυτρώνει και μια αιρετική συναγωγή με ταμπέλες και τίτλους παραπλανητικούς, παρ­μένους συχνά απ' την αρχέγονη χριστιανικήν Εκκλησίαν. Σε πλατείες, πεζοδρόμια, σταθμούς της αστικής συγκοινωνίας καθώς και στο υπό­γειο μετρό ομάδες έξαλλων τέτοιων προφητών ή πλανόδιων τραγουδιστών, φανατικών ιεραπο­στόλων του Προτεσταντισμού, με κιθάρες και «ντουντούκες» τραγουδούν και διασαλπίζουν την ευτυχίαν, που απέκτησαν με το να γνωρί­σουν το Χριστόν και διατρανώνουν, ότι «ανα­γεννήθηκαν» μέσα στην αίρεσή τους, ενώ προη­γουμένως, σαν Ορθόδοξοι, ζούσαν στο σκοτάδι, υπηρετούσαν την αμαρτίαν παντός είδους, δού­λευαν σε ανομολόγητα πάθη και ήσαν παγιδευ­μένοι στα ναρκωτικά. Τώρα πια, όμως, γνώρι­σαν το Χριστόν και αναγεννήθηκαν! Πιστεύουν, δηλαδή, οι δυστυχείς, ότι ξέφυγαν πράγματι απ' τον εφιάλτην των ναρκωτικών και την γύρω απ' αυτά τρομοκρατίαν, και ότι είναι τώρα «καθα­ροί», αφού αποξενώθηκαν απ' τις ναρκωτικές ουσίες. Ούτε καν υποψιάζονται, ότι οι δάσκαλοι και ποιμένες του Προτεσταντισμού τους χορη­γούν ισχυρότατες τη φοράν αυτή δόσεις κάποιων άλλων πολύ πιο δραστικών και επικίνδυνων ναρκωτικών «πνευματικής υφής», όμως γι' αυτό και πλέον ολέθριων. Είναι αυτά για τα οποία μι­λάει ο Karl Marx. Είναι σ' όλους γνωστή η δια­τύπωση του τελευταίου για τη θρησκεία, ότι αυτή είναι «το όπιον του λαού».
Είναι, επίσης, γνωστό ότι ο Marx ως Χριστιανισμόν είχε γνωρί­σει τον Προτεσταντισμόν. Αυτόν είχεν υπ' όψει και γι' αυτό δεν είχεν άδικο στην κρίση του αυτήν. Το διαπιστώνεις και μόνος σου αρκεί να κατέβεις στην Αθήνα. Δεν είναι ανάγκη να είσαι ψυχίατρος. Φθάνει να διαθέτεις «κοινό νουν» και «δημόσιον αίσθημα». Βλέπεις που κατα­ντούν τα θύματα του Προτεσταντισμού. Τους οικτείρεις ακούοντας την φωνήν που εκπέμπουν, προσπαθώντας να ψαρέψουν νέα θύματα. Μερι­κοί απ' αυτούς συμβαίνει να είναι και κατά κό­σμο «μορφωμένοι», με πτυχία ακόμη και Ανω­τάτων Σχολών και διαβρώνουν μεθοδικά και συ­στηματικά την Ορθόδοξην Κοινωνία μας. Σαν «μορφωμένοι» και «διανοούμενοι» συχνότατα εμφανίζονται να θέλουν και να επιδιώκουν δήθεν την αντιπάλην των ιδεών και τη διακίνησή τους, αλλ' όταν τύχουν δυναμικής απάντησης στο επίπεδον των ιδεών, τηρούν σιγήν ιχθύος, αυτοί οι κοπτόμενοι για την ελευθερίαν, την δημοκρατι­κότητα, το διάλογον και για το δικαίωμα που έχουν να υποστηρίζουν τις πλάνες τους. Λες και τους αρνηθήκαμε ποτέ το δικαίωμα τους να πλανώνται!
Με φονταμενταλιστικήν ορμήν και μανίαν νε­οφώτιστου και με ιαχές φανατισμένου πολεμιστού «Ιερού Πολέμου» κραδαίνουν τα ξίφη τους κατά της μητέρας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τέ­τοια είναι και η συγκεκριμένη περίπτωση του νεοφώτιστου Προτεστάντη κ. Σ. Ιωάννου, επι­στήμονα Οικονομολόγου, που μας έδωσε και την αφορμή να αφιερώσουμε το φετεινό μας ημερο­λόγιο στο θέμα του Νηπιοβαπτισμού.
Ο εν λόγω Προτεστάντης, πρώην Ορθόδοξος, παροδηγημένος απ' τους αιρετικούς διαφωτι­στές του, ενόμισεν, ως φαίνεται, ότι ανακάλυψε τον νόμον της βαρύτητας, ή, μάλλον, θεώρησεν και πίστεψεν τον εαυτόν του ειδικόν απεσταλμένον του Θεού και προσωπικά επιφορτισμένο με το καθήκον να γκρεμίσει την Ορθοδοξίαν και να ανορθώσει το γόητρον του ατιμασθέντος απ' την Ορθοδοξία Θεού, η οποία, ούσα «διάβολος», όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει, κατερράκωσεν το μεγαλείον του Θεού!
Βρήκε δε ο κ. Σ. Ιωάννου και τον τρόπο, με τον οποίον θα γκρεμίσει και θα εκμηδενίσει την Ορθόδοξην Εκκλησίαν. Τι το τρομακτικόν ανα­κάλυψε, λοιπόν; Ότι για να γκρεμίσεις την Ορθοδοξίαν, αρκεί να κτυπήσεις το θεσμόν του Νηπιοβαπτισμού, που αυτή εφαρμόζει, ότι το μυστικόν όπλον της επιτυχίας της είναι ο Νηπιοβαπτισμός! Συνέταξε, λοιπόν, ο νεόφυτος Προ­τεστάντης μας ένα μικρόν αλλά φαρμακερό δια την κακοήθειάν του βιβλίο με τίτλον: «Υποχρε­ωτικός Χριστιανισμός». Λέμε φαρμακερόν, διότι μάλλον φαρμακοποιός ή καλλίτερον φαρμακευτής και όχι οικονομολόγος θάπρεπε να γινόταν ο κ. Ιωάννου, αφού μέσα εκεί αναμιγνύει στρυχνίνη με αρσενικόν και το στέλνει σαν πνευματικήν τροφήν ακόμη και στους εκπαιδευτικούς μας, για να τους διαφωτίσει για τις μεγάλες αλήθειες(Ι), που ο ίδιος ανακάλυψε στον Προτεσταντισμόν. Στο θέμα, λοιπόν, του Νηπιοβαπτισμού μεθοδεύει και επικεντρώνει τα πυρά του ο επίδοξος αυτός Ορθοδοξοφάγος.
Και επειδή το θέμα του Νηπιοβαπτισμού προβλέπομεν, ότι θα έλθει στο άμεσο μέλλον στην επικαιρότητα, όπως πάνε τα πράγματα, και θα τραβήξει το ενδιαφέρον και του ευρύτερου ορθόδοξου πληρώματος, αλλά και επειδή θα πρέπει να πάρει τη δημόσια απάντησή του ο πράος, ανεξίκακος, όχι φανατισμένος και προ παντός «αναγεννημένος εν Χριστώ» κύριος Σ. Ιωάννου, ο οποίος μεταξύ άλλων πολύ «Χρι­στιανικών» χαρακτηρισμών, που κάνει για την Ορθόδοξην Εκκλησίαν μας, όπως προείπομεν, την ονομάζει και «διάβολον» (στη σελίδα 10 του βιβλίου του), αποφασίσαμε να αφιερώσουμε το φετεινόν ημερολόγιόν μας στο ζήτημα του Νηπιοβαπτισμού από πλευράς αγιογραφικής, λο­γικής, θεολογικής και ιστορικής.
Εισαγωγικά παρατηρούμεν, ότι στην Καινή Διαθήκην είναι σαφής (Ιωάν. γ', 5, Μάρκ. ιστ', 16) η αναγκαιότητα του Βαπτίσματος, επομένως και εκείνη του Βαπτίσματος των νηπίων. Παράλ­ληλα, όμως, προβάλλει εξ ίσου αναγκαία η εις Χριστό ν πίστη (Α' Κορ. δ', 15. Ιακ. α', 18. Α' Πέτρ. α, 23  25). Βάπτισμα και Πίστη συνδέονται μεταξύ τους, όπως φαίνεται στο Γαλ. γ', 26  27 «Είσθε όλοι υιοί Θεού δια της πίστης στον Ιησούν Χριστόν, διότι βαπτισθέντες εν Χριστώ, ενδυθήκατε τον Χριστόν».
Στον αιώνα που μας πέρασε, εκτός απ' τους ρωμαιοκαθολικούς, που τηρούν τον Νηπιοβαπτισμόν, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι Θεολόγοι του Προτεσταντισμού διερωτήθηκαν και πάλιν, εάν, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκην επιτρέπεται να βαπτίζονται τα νήπια, που είναι «ανίκανα να διαθέτουν προσωπικήν πίστη».  Επιτρέπεται, λοιπόν, ο Νηπιοβαπτισμός;  Οι διάσημοι προτε­στάντες θεολόγοι του αιώνα διχάστηκαν και πά­λιν: Έτσι, π.χ. ο Κ. Barth απορρίπτει τον Νηπιοβαπτισμόν: το βάπτισμα, λέγει, πρέπει να παρέχεται αποκλειστικά σ' όσους πιστεύουν εν πλήρει συνειδήσει. Το ίδιον υποστηρίζει και ο F. Leenhardt. Ενώ, αντίθετα, ο Joachim Jeremias, ο Ο. Cullmann και πολλοί άλλοι «αναγνωρίζουν την αξίαν της παραδοσιακής πρακτικής, ακόμη κι' αν δεχόμασταν, προς στιγμήν, ότι κανένα καινοδιαθηκικόν επιχείρημα δεν μπορεί άμεσα να την δικαιολογήσει. Στο τέλος του μετά χείρας Ημερολογίου δίνουμε και μίαν επιλεγμένη Βι­βλιογραφία για το Νηπιοβαπτισμό, για όσους τυχόν θα ήθελαν διεύρυνση των γνώσεών τους πάνω στο επίμαχο ζήτημα, πέραν των δικών μας επισημάνσεων.
Πως χαρακτηρίζει ο Προτεσταντισμός το Νηπιοβαπτισμόν 
    Ο αιρετικός μας, λοιπόν, κύριος Ιωάννου απευθυνόμενος με το βιβλίον του σε Ορθοδόξους γράφει για το Νηπιοβαπτι­σμόν τα εξής:
«Παράλληλα όμως και χωρίς να το θέλετε ίσως, νομιμοποιείτε, δικαιολογείτε και προβάλ­λετε έναν αντιευαγγελικό θεσμόν, το βάπτισμα των νηπίων» (Σ. Ιωάννου, Υποχρεωτικός Χρι­στιανισμός, σελ. 4). «Ο θεσμός αυτός είναι πέρα για πέρα αντίθετος με το πνεύμα και το λόγο του Θεού, αφού καταργεί, υποβαθμίζει και παραμερίζει την Πίστη και τη Μετάνοια, δυο απα­ραίτητες και ουσιαστικές προϋποθέσεις, που θα πρέπη να προηγούνται του Βαπτίσματος» (αυτόθι, σελ. 4).
Άρα: αν δεν αδικούμεν τον αιρετικό μας, κι' αν καταλάβαμε καλά, θα πρέπει να συμπερά­νουμε, ότι: ο λόγος του Θεού ρητώς, σαφώς και συγκεκριμένα, απαγορεύει το Νηπιοβαπτισμόν, ή, αν δεν τον απαγορεύει με το γράμμα του, όμως τον αποδοκιμάζει, τουλάχιστον, με το πνεύμα του. Ο κύριος Ιωάννου, όμως, όπως και κάθε Προτεστάντης αδυνατεί να προσκομίσει έστω και ένα αγιογραφικόν εδάφιον, το οποίο να απαγορεύει το Νηπιοβαπτισμόν είτε κατά γράμμα, είτε κατά Πνεύμα. Ακριβώς δε, ελλεί­ψει ρητής απαγόρευσης προσπαθεί να τη συμπε­ράνει μόνο συλλογιστικώς. Λέγει, δηλαδή: 1) Αφού τα νήπια δεν διαθέτουν «πνευματική θέ­ληση», πως τα βαπτίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία; Και: 2) «Το Βάπτισμα των νηπίων δεν είναι έγκυρον ενώπιον του Θεού, αφού δεν γίνεται δια πίστεως, αλλά κατ' αναγκασμόν» (αυτόθι, σελ. 8). Και 3) «Ο Νηπιοβαπτισμός καταργεί την Πίστη και τη Μετάνοια, δύο προϋποθέσεις απαραίτητες και ουσιαστικές, που θα πρέπει να προηγούνται του βαπτίσματος».
Το συμπέρασμα, που βγαίνει απ' αυτούς τους προτεσταντικούς συλλογισμούς είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία παραβαίνει το λόγον του Θεού κ.λπ., αφού τολμάει και βαπτίζει νήπια. Έλα, όμως, που οι προτεσταντικές αυτές προ­τάσεις και ασαφείς είναι και αναπόδεικτες, για τους λόγους, που θα αναφέρομε πιο κάτω!!! Ας αρχίσουμε, λοιπόν, πόντο  πόντο το ξήλωμα του εργόχειρου του κ. Σ. Ιωάννου.
«Καταναγκαστικός», λοιπόν, ο Νηπιοβαπτισμός;
    Ώστε η Εκκλησία ασκεί καταναγκασμό στα βρέφη, επειδή τα βαπτίζει; Αυτός ο ισχυρισμός, κ. Ιωάννου, δεν είναι δική σας ανακάλυψη. Χρονολογείται απ' την πρώτην εποχήν της Μεταρρύθμισης και έχει για πατέρα τον Έρασμον. Ας δούμε, όμως, εάν ένας τέτοι­ος ισχυρισμός έχει βάση:
Γιατί, κ. Ιωάννου, δεν διαμαρτύρεσθε και για το ότι σας γέννησαν οι γονείς σας; Μήπως σας ρώτησαν; Μήπως πήραν την άδειά σας, τη συγκατάθεση σας; Επομένως  κατά τη λογική σας πάντοτε, δεν σεβάστηκαν καμίαν ελευθε­ρία σας! Λοιπόν, σας κατανάγκασαν! Η ύπαρξη και η ζωή, θα πρέπει να είναι  κατά τα λόγια σας , ένας αφόρητος καταναγκασμός! Με το ίδιο σκεπτικό δεν πρέπει, κ. Ιωάννου, να ονο­μάσετε «καταναγκασμόν» και τη γενικότερη φροντίδα και περιποίηση των γονέων γενικώς προς τα βρέφη, αλλ' εν προκειμένω, και των ιδικών σας γονέων προς εσάς; Ώστε όταν σας τάιζαν, σας πότιζαν, σας κοίμιζαν, σας έπλεναν, τότε, λοιπόν, σας «κατανάγκαζαν»;
Αλλά και για να είσθε συνεπέστερος λογικά, γιατί δεν μέμφεσθε και δεν αιτιάσθε και τον ίδιον το Θεόν, που δημιούργησε το Σύμπαν, υλι­κό και πνευματικό, δηλαδή λογικόν και άλογον, αφού ο Δημιουργός δεν ρώτησε τα κτίσματά του προηγουμένως, για να πάρει την ελεύθερη συ­γκατάθεσή τους; Καμία δικαιολογία δεν υπάρ­χει για τον Θεόν. Μη μου πήτε, ότι αυτό ήταν κάτι αδύνατον, ή, ότι και οι γονείς και ο Θεός το έκαναν από αγάπην, ενδιαφέρον, φροντίδα, καλήν πρόθεση. Κατά μείζονα λόγον, κ. Ιωάννου, αυτά ισχύουν για την Εκκλησίαν και'για τον Νη­πιοβαπτισμόν, που αυτή ασκεί.
Και αιτιάσθε την Εκκλησίαν σηκώνοντας τη σημαίαν της δήθεν ελευθερίας και του μη «κατα­ναγκασμού», επειδή ακριβώς η Εκκλησία, η πνευματική μητέρα, βαπτίζει τα βρέφη από φιλανθρωπίαν, αγάπην, ενδιαφέρον, και κατ' εντολήν του Κυρίου για την αιώνια ζωήν και μακα­ριότητα, για το αιώνιο μέλλον τους και από φό­βο μήπως τυχόν πεθάνουν αβάπτιστα!
Αλλά και η προσωπική σας περίπτωση, κ. Ιω­άννου, αποδεικνύει, ότι δεν λέγετε την αλήθειαν:
Γράφετε ο ίδιος, ότι είχατε από μικρός βα­πτισθεί ως Ορθόδοξος και ότι στα 31 χρόνια σας είδατε την (Προτεσταντικήν) αλήθειαν. Μήπως σας εμπόδισε κανείς να αρνηθείτε την Ορθοδοξίαν; Μήπως σας κατανάγκασε κανείς να συνεχί­σετε να είσθε Ορθόδοξος, όταν πήρατε τη μεγάλην απόφαση να αρνηθείτε την Ορθοδοξίαν; Δεν ξέρω βέβαια τι ακριβώς σας συνέβη τότε. Ίσως να ευρέθησαν κάποιοι Ορθόδοξοι που να σας απέτρεψαν, ή να σας συνεβούλευσαν, ή να σας επέπληξαν για την απόφασή σας. Ποιος όμως σας «κατανάγκασε»; Μήπως η Εκκλησία; Την απόφαση την πήρατε μόνος σας. Είδατε, επί τέ­λους, την «προτεσταντικήν» αλήθειαν!!!
Δεν είναι επίσης αντιφατικό να λέτε, ότι η Ορθοδοξία ασκεί «καταναγκαστικό» Χριστιανι­σμό, διότι, όπως γράφετε, «γέμισαν οι Εκκλη­σίες από άπιστους»;
Αλλ' αυτό και μόνο δεν δείχνει, ότι η Εκκλη­σία κάνει μεν το έργον της, αλλ' εάν κάποιοι δεν θέλουν να την ακούσουν και θέλουν να γίνουν άπιστοι, άθεοι (όπως αυτοί τους οποίους κατη­γορείτε), αιρετικοί και προδότες και εξωμότες (όπως η αφεντιά σας) και αντίχριστοι, όλοι αυτοί νουθετούνται μεν, αλλά αφήνονται ελεύ­θεροι να ακολουθήσουν το δρόμον τους «εις χω­ράν μακράν» (Λουκ. ιε, 12); Η Εκκλησία ούτε μπορεί, ούτε και πρέπει να τους εμποδίσει ή να τους αναγκάσει. Κάνει ό,τι έκανε ο πατέρας του άσωτου υιού. Δίνει το ανάλογο μερίδιον της περιουσίας, λυπείται, γιατί ξέρει ποια κόλαση περιμένει τον άσωτον, εύχεται γι' αυτόν, αγωνιά, βγαίνει να αγναντεύει τον ορίζοντα μήπως φανεί ο άσωτος να επιστρέφει, προσεύχεται στο Θεό να φωτίσει και να επαναφέρει τον παρεκτραπέντα δια της μόνης οδού επιστροφής, της μετανοί­ας. Ποιος ποτέ κατηγόρησε τον πατέρα του άσωτου για τη στάση του απέναντι στο υιό του; Ποιος δεν συγκινήθηκε, δεν δάκρυσεν ακούοντας αυτήν την παραβολήν;
Και σεις, κ. Ιωάννου, θέλετε να λέγεσθε «Χριστιανός» και μάλιστα «Ευαγγελικός», και τολμάτε να κατηγορείτε την Εκκλησίαν που μιμείται τον πατέρα της παραβολής!!! Τόση πώ­ρωση σας έδωσε λοιπόν η πλάνη; Τόσο μίσος;
Υπάρχει όμως και μια άλλη, συχνότατη, πε­ρίπτωση , που εξηγεί αυτή την ψυχολογία σας να βλέπετε καταναγκασμό στην Εκκλησίαν. Είναι η περίπτωση πολλών που έχουν ψυχολογικές αιτίες να βιώνουν ωρισμένες καταστάσεις σαν «καταναγκαστικές».
Αγανακτούν παιδιά και νέοι κατά γονέων, δι­δασκάλων, αρχόντων κ.λπ. Νιώθουν καταπίεση, «καταναγκασμόν» και στην πιο αθώα και απαλή συμπεριφοράν των τελευταίων αυτών. Πολλοί δεν είναι που και το νόμον του Θεού το θεωρούν ενοχλητικόν, καταναγκαστικόν; Πολλοί δεν θεω­ρούν τον Χριστιανισμόν «καταναγκαστικόν» , επειδή δίνει εντολές, έχει αλήθειες επιβλητικές και δύναμη να πείθει, να υποτάσσει ακόμη και την περήφανη λογικήν, αλλά και τα πάθη της καρδίας;
Οι άνθρωποι αυτοί επαναστατούν, εναντίον της ίδιας της αλήθειας, διότι την φοβούνται κα­τά βάθος. Φοβούνται μήπως πεισθούν απ' αυτή, μη τους νικήσει αυτή. Τη μισούν. Αγαπούν και προτιμούν το ψέμμα και την πλάνη, διότι τα έργα των είναι σκοτεινά και πονηρά και η καρδιά τους διεφθαρμένη. Γι’ αυτό φοβούνται την αλήθειαν, τρέμουν τη δύναμη της πνευματικής επιβολής της πάνω τους. Πάντοτε η διεφθαρμέ­νη καρδία απορρίπτει την αλήθειαν. Μήπως ενή­λικες δεν είναι και όσοι λένε στο Θεόν: «Ο Θεός απόστα από εμού. Βουλάς σου ειδέναι ου βούλομαι»; (Ιώβ κα, 14).
Νήπια τα λένε αυτά, ή ενήλικες; Ενήλικες δεν ειν' αυτοί, για τους οποίους νεοέλληνας χριστια­νός ποιητής λέγει, ότι θεωρούν το Θεό «σκιάχτρο του νου και της καρδιάς»;
Στρέψατε, κ. Ιωάννου, το βλέμμα σας μέσα στην ψυχή σας. Το ανικανοποίητον από τα ξυλοκέρατα της πλάνης και της αιρέσεως είναι αυτό που σας κάνει να νιώθετε έτσι. Η ψυχολογία του εξωμότου, η ένοχη του μητραλοία σας προδιαθέ­τει έτσι έναντι της Εκκλησίας. Ψυχικός και πνευματικός είναι ο λόγος που τη νιώθετε «καταναγκαστικήν» την Εκκλησίαν.
Η «πνευματική θέληση» των νηπίων και η «Πίστη τους»
Α. Άλλα, τι εννοούν οι αιρετικοί μας, όταν κάνουν λόγο για «πνευματική θέληση»; Δηλαδή, τα νήπια έχουν θέληση, αλλ' όχι πνευματική; Τι ειν' αυτό; Δεν το διευκρινίζουν, ασφαλώς επειδή δεν μπορούν. Πάντως η Επιστήμη της Ψυχολο­γίας μας βεβαιώνει για την ύπαρξη στα νήπια ψυχικής και πνευματικής ζωής, την οποίαν απλώς αυτά δεν έχουν ανεπτυγμένην ποσοτικά και την οποίαν δεν μπορούν να την εκφράσουν σαν εμάς. Όμως, και αντιλαμβάνονται και επι­θυμούν και συναισθάνονται τα νήπια, αλλά δεν μπορούν να εκφρασθούν, όπως εμείς. Αντιδρούν και εκφράζονται, αλλά με τον δικό τους νηπιακόν τρόπον.
Β. Επίσης, θεολόγοι και μάλιστα Προτεστά­ντες, όπως π.χ. ο «Πατριάρχης» του Προτεστα­ντισμού Λούθηρος, δέχονταν ότι και τα νήπια μπορούν να διαθέτουν πίστη, που τους εμβάλλει το Άγιον Πνεύμα κατά τρόπον ακατανόητο σε μας και μυστηριώδη. Αλλά, και μετά το Λούθηρον και άλλοι διάσημοι Προτεστάντες Θεολόγοι υποστήριξαν, ότι, τουλάχιστον, τα νήπια που είναι ευάρεστα στο Θεόν, έχουν αγγέλους φύλα­κες και πιστεύουν στο Θεόν, κατά ένα τρόπον, που είναι ακατανόητος σε μας.
Γ. Αλλά, και η Αγία Γραφή δεν θεωρεί τα νή­πια ανεπίδεκτα της θείας Χάρης, άρα και της αναγέννησης. Αντίθετα, μάλιστα, ο ίδιος ο Χρι­στός τα έδειξε στους ακροατές του και είπεν, ότι, αν οι ενήλικες δε γίνουν σαν τα νήπια, δεν πρόκειται αυτοί ν' αντικρύσουν τη Βασιλείαν των Ουρανών (Ματθ. ιη' 3). Δεν είπεν, «εάν δεν γίνουν τα νήπια σαν τους ενήλικες», αλλ' αντί­στροφα, «αν οι ενήλικες δε γίνουν σαν τα νή­πια». Άρα, η νηπιότητα, όχι μόνο δεν μπορεί να είναι λόγος στέρησης της θείας Χάρης, της ανα­γέννησης, της σωτηρίας η της κληρονομιάς της Βασιλείας του Θεού, αλλ' ακριβώς, παν τουνα­ντίον, αποτελεί όρον και προϋπόθεση εισόδου στη Βασιλείαν των Ουρανών. Δηλαδή, ισχύει το αντίθετον απ' ό,τι ισχυρίζονται οι Προτεστάντες. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Χριστός ελέγχει τους Αρχιε­ρείς και Γραμματείς, ότι είναι αδιάβαστοι και δεν γνωρίζουν την Αγία Γραφήν, η οποία βεβαι­ώνει: «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον» (Ψαλμ. η', 3, και Ματθ. κα', 16).
Επίσης, ο ευαγγελιστής Λουκάς γράφει για τον Ιωάννην τον Πρόδρομον, όταν ο τελευταίος ήταν ακόμη έμβρυο στην κοιλίαν της μητέρας του Ελισάβετ, ότι και «εγένετο, ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησεν το βρέφος εν τη κοιλία αυτής» (Λουκ. α', 41). Αυτό, πως το εξηγούν οι Προτεστάντες; Τι και πως αντιλήφθηκεν ως έμβρυον ο Ιωάννης ο Πρόδρομος;
Έπειτα, πως ερμηνεύεται το εδάφιον της Παλαιάς Διαθήκης Ψαλμ. κβ', 10-11, όπου ο Ψαλμωδός λέγει, ότι ο Θεός όχι μόνον είναι ο «εκσπάσας» τον Δαβίδ «εκ γαστρός» αλλ' ότι, ενώ ακόμη ο προφητάνακτας εθήλαζεν, ο Θεός ήταν η μόνη του ελπίδα; («η ελπίς μου από μα­στών της μητρός μου»). Στο ίδιο σημείον, μάλιστα, λέγεται, ότι, ενώ ο Δαβίδ βρισκόταν ακόμη στη μήτραν, είχεν αναθέσει ο ίδιος όλες του τις ελπίδες στο Θεόν («επί σε επερρίφην εκ μή­τρας»). Επί πλέον, εκεί αναφέρεται, ότι ο Δαβίδ ένιωθε, δηλαδή παρεδέχετο τον Κύριον ως Θεόν του, ενώ ακόμη ήταν στην κοιλίαν της μητέρας του («εκ κοιλίας μητρός μου Θεός μου ει συ»).
Τέλος, ο απόστολος Παύλος αναφερόμενος στη νηπιακήν του ηλικίαν λέγει: «ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην. Ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου». Εδώ, ο Παύλος δεν αρνείται στα νήπια ούτε τη δυνατότητα ομιλίας (νηπιακής βέβαια), ούτε το φρόνημα (δείγμα πνευματικής ζωής του νηπίου), ούτε τη σκέψη και το συλλογισμόν («ως νήπιος ελογιζόμην»). Απλώς, όλα ήσαν νηπιακά και ίσως υποτυπώδη, αλλά υπαρκτά και πραγματικά. Όταν, φυσικά, ανδρώθηκεν, ενηλικιώθηκεν και η ομιλία του και η ζωή του πνεύματός του.
Αλλά, γιατί δεν έχουν το θάρρος οι Προτε­στάντες να διακηρύξουν απλά και ειλικρινά το εξής  που θα ήταν βέβαια μια νέα χονδροειδής πλάνη και αιρετική διδασκαλία , ότι: τα νήπια στερούνται ολοτελώς πνευματικής ψυχής και ζωής, δεν είναι καν πρόσωπα, δεν έχουν πνεύμα; Μπορούν οι Προτεστάντες να διακηρύξουν κάτι τέτοιο; Διότι, τι άλλο μπορεί να σημαίνει, εν τε­λευταία αναλύσει, ότι τα νήπια δεν μπορούν να αναγεννηθούν και βαπτισθούν;;;
Τα ανωτέρω χωρία, λοιπόν, δεν αποδεικνύ­ουν, ότι τα νήπια δεν είναι ανεπίδεκτα της θείας Χάρης, της αναγέννησης, της σωτηρίας, της Βα­σιλείας του Θεού;
Ούτε, κατ' ανάγκην, άπιστα είναι λόγω νηπιότητας, κατά την Αγίαν Γραφήν, αλλ' ούτε, απ' την άλλην, κι' οι ενήλικες, λόγω ενηλικίωσης και μόνον είναι οπωσδήποτε πιστοί. Δεν μπορούν, δηλαδή, οι Προτεστάντες να αποδείξουν λογικώς ή επιστημονικώς ή θεολογικώς, ότι όρος ανα­γκαίος για την πίστη είναι η ενηλικίωση.
Οι «Πατριάρχες» του Προτεσταντισμού και ο Νηπιοβαπτισμός
   Από την Ιστορία του Προτεσταντισμού μαθαίνομεν, ότι στο συγκεκριμένο θέμα του Νηπιοβαπτισμού, που ευαισθητο­ποιεί τόσον πολύ την ομάδα του κ. Ιωάννου και αποτελεί το προσφιλές θέμα του βιβλίου του, τόσον ο πρώτος «Πατριάρχης» του Προτεσταν­τισμού Λούθηρος, όσον και ο άλλος, ο Ζβίγγλιος, αλλά και ο Καλβίνος, ενώ και οι τρεις αυτοί στην αρχήν απέρριπταν το Νηπιοβαπτισμό, στη συνέ­χεια, όμως, άλλαξαν, τον αποδέχθηκαν και τον άσκησαν, ενίοτε μάλιστα και δια της βίας.
Ο Λούθηρος συγκεκριμένα έγραψεν τα εξής πάνω στο θέμα αυτό: «Αν είναι αλήθεια, ότι η πίστις είναι δώρον του Θεού, τότε γιατί να μη πιστέψωμεν, ότι ο Θεός δίδει αυτό το δώρον επίσης και στο νήπιον;» (Γ. Ζερβόπουλου, Το Βάπτισμα, σελ. 91).
Δεύτερον, ο Ζβίγγλιος: Ο Αστικός Κώδικας της Ζυρίχης επέβαλλε το Νηπιοβαπτισμόν ως υποχρεωτικόν. Βάσει αυτού, η Δημοτική Αρχή της Ζυρίχης εξέδωκε διάταγμα, εις το οποίον έλεγεν: «Όλα τα αβάπτιστα νήπια πρέπει να βαπτισθούν εντός οκτώ ημερών». Έ, λοιπόν, και ο Ζβίγγλιος συμφώνησεν εξ ολοκλήρου σ' αυτό (αυτόθι, σελ. 98).
Τρίτον, ο Καλβίνος: Στο δέκατον έκτον κεφάλαιον του έργου του "Christianae Religionis Institutio", συνιστά το Βάπτισμα των νηπίων (αυτόθι, σελ. 107).
Εν προκειμένω, όμως, για μας τους Ορθοδόξους δεν έχει καμίαν, απολύτως καμίαν σημασίαν ή αξίαν εάν οι προαναφερθέντες ηγέτες του Προτεσταντισμού τον απορρίπτουν ή τον δέχον­ται, είτε αν προηγουμένως τον ηρνούντο το Νη­πιοβαπτισμόν και ύστερα άλλαξαν γνώμη. Σημασίαν για μας έχει η διαπίστωση, ότι αυτοί είτε τον δέχονται, είτε τον απορρίπτουν, το κάνουν επειδή αυτοί το κρίνουν έτσι ή αλλοιώς και το βρίσκουν λάθος ή σωστόν οι ίδιοι. Αυτοί το ανα­καλύπτουν και το κρίνουν. Αύριον θα ερευνή­σουν και θα βρουν κάτι άλλον, ή θα επιστρέψουν και πάλι στο προηγούμενον, ανάλογα πάντα με το ό,τι κρίνει το δικόν τους λογικόν, που όμως οι ίδιοι το βαπτίζουν: «φωτισμόν του Άγιου Πνεύ­ματος». Δεν το δέχονται, δηλαδή, επειδή το δι­δάσκει η Εκκλησία, αλλ' επειδή αυτοί σαν αλά­θητοι και θεόπνευστοι το βρίσκουν σωστόν, επειδή έτσι τους το ερμηνεύει το Άγιον Πνεύμα, που πιστεύουν, ότι έχουν μέσα στο μυαλό τους. Συγκεκριμένα την εικόνα του σύγχρονου εν Ελλάδι Προτεσταντισμού για το θέμα του Νηπιοβαπτισμού μας τη δίνει ένας άλλος Ευαγγε­λικός, κομψός στην πέννα και γλαφυρός στο ύφος, αλλά πλανεμένος, ο πρώην ποιμένας της Β' Ευαγγελικής Εκκλησίας Αθηνών, ο Γεώργιος Χατζηαντωνίου, στο βιβλίον του «Το Ευαγγέλιο ανοιχτό», γύρω από το πως αντιμετωπίζουν οι εν Ελλάδι «Ευαγγελικές Εκκλησίες» το ζήτημα του Νηπιοβαπτισμού:
«Εσχηματίσθησαν, γράφει, μέσα στην οικο­γένεια των Ευαγγελικών Εκκλησιών δύο παρατάξεις, που τις χώρισε απ' αλλήλων φανατισμός μεγάλης οξύτητος. Στη μια παράταξη ανήκουν οι εκκλησίες που βαπτίζουν τα τέκνα των μελών των και ασκούν έτσι το Νηπιοβαπτισμόν. Στην άλλη παράταξη ανήκουν οι εκκλησίες, που επι­φυλάσσουν με αυστηρότητα το Βάπτισμα στον ενήλικα που θα ομολογήση πίστη στο Χριστό».
Σ' ένα άλλο βιβλίον, άλλης Ευαγγελικής Εκ­κλησίας, με τίτλον: «Η Πίστις των Ελλήνων Ευ­αγγελικών», όλως αντιφατικώς και αστηρίκτως καταβάλλεται προσπάθεια να υποστηριχθεί και προβληθεί η ανύπαρκτη στην πραγματικότητα δογματική ενότητα όλων των Ευαγγελικών και διατυπώνεται ένας ισχυρισμός, στον οποίον ο κ. Ιωάννου πρέπει να διαφωνεί ριζικά, ότι δηλαδή η διαφορά μεταξύ τους στο θέμα του Νηπιοβαπτισμού «θεωρείται χωρίς σημασίαν» (σελ. 14). Όμως ο κ. Ιωάννου και η παράταξή του δεν θε­ωρούν δευτερεύουσαν και επουσιώδη τη διαφο­ρά αυτήν, ούτε παρονυχίδα και κηρύσσουν ότι το Βάπτισμα των νηπίων δεν είναι «έγκυρον ενώ­πιον του Θεού», αλλ' ότι τεκμηριώνει και «ενοχήν ενώπιον του Θεού για τον ανάδοχο και τον ιερέα» που το τελεί.
Άκυρος ενώπιον του Θεού ο Ορθόδοξος Νηπιοβαπτισμός,
αφού «δεν γίνεται δια πίστεως»;
    Ώστε ο Νηπιοβαπτισμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας «δεν γίνεται δια πίστεως»; Παρ' όλα όσα προαναφέραμε για τη δυ­νατότητα ύπαρξης Πίστης και στα νήπια, κατά την Αγίαν Γραφήν, ας υποθέσουμε, προς στιγμήν ότι τα νήπια δεν μπορούν να έχουν και ότι όντως δεν έχουν αυτήν τη μυστηριώδη πίστη, που τους γεννά ακαταλήπτως το Άγιον Πνεύμα. Και πά­λιν, θα έπρεπεν οι αιρετικοί Προτεστάντες να είναι πιο προσεκτικοί και πιο ακριβείς και να μη λένε, ότι ο Νηπιοβαπτισμός, που ασκεί η Ορθοδοξία, «δεν γίνεται δια πίστεως», αλλ' ότι «δεν γίνεται δια πίστεως του ίδιου του βαπτιζομένου νηπίου». Αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να γράφουν και να θεωρούν και να αποδείξουν οι Προτεστάντες σαν «θεσμόν αντιευαγγελικόν». Αλλά δεν κάνουν αυτό!
Απ' την πλευρά μας, όμως, θα αποδείξουμεν ότι, κι' αν ακόμη η Ορθόδοξη Εκκλησία βάπτιζεν τα νήπια «μόνον δια πίστεως τρίτων» (γονέ­ων, αναδόχων, Εκκλησίας κ.λπ.) και πάλιν αυτό θα ήταν ευαγγελικώτατον. Και ιδού διατί:
Όλοι γνωρίζομεν, ότι, κατά την Καινή Διαθήκην, ο Χριστός προκειμένου να τελέσει θαύματα, απαιτούσεν, ως απαραίτητην προϋπόθεση, την ύπαρξη Πίστης.
Ερωτώμεν: την πίστη αυτήν την απαιτούσεν ο Χριστός πάντοτε από τους ίδιους τους ενδια­φερόμενους και άμεσα ευεργετούμενους (π .χ. τυφλούς, παράλυτους, άλλους ασθενείς, νεκρούς, κ.λπ.);  «Ναι», όπου αυτό ήταν δυνατόν. «Όχι», όταν αυτό δεν ήταν δυνατόν. Επομένως, όχι πάντοτε όμοια. Πίστη, όμως, πάντοτε απαι­τούσεν, αλλ' όχι πάντοτε από τα ίδια τα πρόσω­πα που θεράπευεν. Σε περιπτώσεις, που ήτο αδύνατον να έχουν ή να εκφράσουν πίστη τα ίδια τα θεραπευόμενα πρόσωπα, ασκούσαν πίστη άλλοι: συγγενείς, γονείς κ.λπ. Όταν π.χ. ανέστησεν ο Χριστός την κόρην του Ιαείρου, βε­βαίως απήτησεν πίστη. Το λέγει ρητώς: «Μη φοβού, μόνον πίστευε» (Μάρκ. ε', 36. Λουκ. η,51). Η ίδια η κόρη ήταν νεκρή. Πως να της ζητή­σει πίστη ο Χριστός; Να, όμως, που απητείτο πίστη! Τη ζήτησεν ο Χριστός την πίστη απ' τον πατέρα της κόρης. Το θαύμα έγινεν! Αλλά, και στην περίπτωση του φίλου του, Λαζάρου, τε­τραήμερου νεκρού, μήπως ο Χριστός δεν προ­σπάθησε να ανάψει την πίστη των αδελφών του Λαζάρου, λέγοντας σ' αυτές, ότι ο ίδιος είναι η Ζωή και η Ανάσταση (Ιωάν. ια', 25);
1ον συμπέρασμα: Είναι, λοιπόν, δυνατό να απαιτείται πίστη, ως όρος για την τέλεση γεγο­νότος υπερφυσικού και η πίστη αυτή να μη είναι του ίδιου του θεραπευόμενου κ.λπ. προσώπου, αλλά τρίτων (γονέων, αδελφών, λοιπών συγ­γενών του, κ.λπ.).
Θα πουν, ίσως, οι Προτεστάντες. Μα, συμ­βαίνει και είναι δυνατό να συμβαίνει και πρέπει να συμβαίνει το ίδιον και με το Νηπιοβαπτι­σμόν ;
Απαντώμεν:  Γιατί όχι, κατ' αρχήν, λογικώς; Και το Βάπτισμα δεν είναι νεκρανάστα­ση, ανώτερη, μάλιστα, απ' τη σωματικήν; Δεν είναι κι' αυτή ένα υπερφυσικό γεγονός, ένα μέγι­στο θαύμα;
2ον συμπέρασμα: Όπως οι Προτεστάντες συμπεραίνουν από την Καινή Διαθήκην, η οποία απαιτεί πίστη κατά το Βάπτισμα, ότι το νήπιο μη διαθέτον  εάν, δηλαδή, δεχθούμε κάτι τέτοιο , πίστη, δεν πρέπει και να βαπτίζεται, έτσι κι' εμείς, με τη σειρά μας, δικαιούμεθα να κάνουμε τον ίδιο συλλογισμόν και να συμπεράνουμεν, ότι: κι' αν το νήπιο δεν διαθέτει πίστη, αλλ' ούτε και εναντίωση, ή, αντίσταση, στη Χάρη του Θεού, άρα δύναται να βαπτίζεται εγκύρως, δια πίστεως πάντα, αλλ' όχι ιδικής του  εφ' όσον και εάν δεν είναι σε θέση να πιστέψει , αλλά δια πίστεως τρίτων. Δηλαδή, ούτε και υποθετικώς δεν έχουν δίκαιον οι Προτεστάντες.
Άλλοι συλλογισμοί θεολογικοί υπέρ του Νηπιοβαπτισμού
α) Εάν η θεία Χάρη μπορεί να επηρεάσει τον ενήλικα, που έχει και προσωπικές αμαρτίες και ανεπτυγμένη λογικήν δύο στοιχεία, που συνή­θως γίνονται αίτιες αντίστασης του ατόμου στη θεία Χάρη , γιατί δεν θα μπορούσε η ίδια θεία Χάρη να επηρεάσει και το νήπιον, που δεν έχει προσωπικές αμαρτίες και ανεπτυγμένη λογικήν, ή και καθόλου λογικήν, εάν αυτό αληθεύει, όπως ισχυρίζονται οι αιρετικοί;
β) Εάν δέχονται οι Προτεστάντες (της παρά­ταξης του κ. Ιωάννου) διότι είναι δυνατόν και να μη το δέχονται, όπως, άλλωστε, έκαναν αρχαιότεροι αιρετικοί, ότι το νήπιον φέρει κλη­ρονομικά το προπατορικόν αμάρτημα, και εάν δέχονται, ότι αυτό το προπατορικόν αμάρτημα το εκληρονόμησεν το νήπιον παρά τη θέλησή του, με την απλήν, δηλαδή, φυσικήν του σύλληψη και γέννηση, ερωτώμεν: Γιατί αυτό το προπατο­ρικόν αμάρτημα να μη μπορεί να εξαλειφθεί με τον ίδιον τρόπο, με τον οποίον το νήπιον το απέ­κτησε, δηλαδή, χωρίς την ενεργόν και ανεπτυγ­μένη θέλησή του, ή, και χωρίς τη θέλησή του, εάν, πάλιν, το νήπιο στερείται ολοσχερώς θέλη­σης;
γ) Όχι μόνον το νήπιον, αλλά και ο ενήλικας δεν δέχεται  σύμφωνα με τη μόνη συνεπή προς εαυτήν προτεσταντική διδασκαλίαν, η οποία, όμως, απορρίπτεται από εμάς, τους Ορθοδόξους  τη θεία Χάρη, η οποία  κατά τους Προτεστάν­τες πάντα  είναι ακατάσχετη και αναγκαστι­κή; Ας μη πει κανένας Προτεστάντης, ότι αυτήν τη μόνη συνεπή προς εαυτήν και λογικώς ακόλουθην Προτεσταντική διδασκαλίαν, τη δέχονται μεν άλλοι Προτεστάντες (π.χ. οι Καλβινιστές, κ.λπ.), όχι όμως και όλοι οι Προτεστάντες. Το λέγομεν αυτό, διότι η διδασκαλία αυτή είναι η μόνη δυνατότητα μη εσωτερικής αντίφασης κάθε προτεσταντικής απόχρωσης προς τις τιθέμενες προτεσταντικές αρχές. Η περί ακατάσχετου και αναγκαστικής θείας Χάρης διδασκαλία, άσχετα αν στηρίζεται η όχι στην Αγία Γραφήν κι' άσχετα απ' το γεγονός, ότι η Ορθοδοξία την απορρίπτει αποτελεί αναγκαία λογικώς συνέπειαν και λογι­κό συμπέρασμα των προτεσταντικών αρχών εν γένει.
Επιπρόσθετα λογικά και ιστορικά επιχειρήματα
υπέρ του Νηπιοβαπτισμού
α) Ο Προτεστάντης κύριος Ιωάννου γράφει και τονίζει: «Πίστη και Μετάνοια, δύο απαραί­τητες και ουσιαστικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να προηγούνται του Βαπτίσματος». Αυτό το δεχόμεθα οπωσδήποτε προκειμένου για τους ενήλικες εν γένει. Για τα νήπια όμως;
Απάντηση: Εμείς οι Ορθόδοξοι, που δεχόμε­θα, ότι το βάπτισμα αναγεννά πράγματι κι' όχι απλά και μόνο συμβολίζει την αναγέννηση, είναι κατανοητόν, ότι θα εδικαιούμεθα  αλλά μόνον εμείς  να απαιτούμεν τις δύο αυτές προϋποθέσεις (Πίστη  Μετάνοια) για το Βάπτισμα. Και τις απαιτούμεν από τους ενήλικες. Οι Προτεστά­ντες, όμως, που ξεχωρίζουν την αναγέννηση από το Βάπτισμα και δε δέχονται, ότι το Βάπτισμα αναγεννά, αλλ' ότι ο άνθρωπος δεν αναγεννάται (με το Βάπτισμα), παρά μόνο με την πίστη και τη μετάνοια, το δε Βάπτισμα απλώς έρχεται εκ των υστέρων όχι για να επιφέρει και προκαλέσει την αναγέννηση, η οποία έχει ήδη επέλθει, αλλά για να τη συμβολίσει προϋπάρχουσαν και να τη δηλώσει απλώς στην εκκλησιαστικήν κοινότητα, γιατί, λοιπόν, αφού το ίδιον το Βάπτισμα κατά τους Προτεστάντες δεν αναγεννά  απαιτούν πί­στη και μετάνοια για την τέλεση του Βαπτίσμα­τος από την Ορθόδοξην Εκκλησίαν και την κα­τηγορούν ;
β) Πρόσεξε, αναγνώστα μου, και τον εξής συλλογισμόν βασισμένον και στη λογικήν και στην ιστορίαν:
Ως είναι γνωστόν, κάποιοι αρχαίοι αιρετικοί (του ε’ αιώνα), ονομαζόμενοι Πελαγιανοί δεν δέ­χονταν τη διδασκαλίαν της Εκκλησίας περί κλη­ρονομικότητας του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια. Συνεπείς προς αυτό, ηρνούντο, ότι το Βάπτισμα εν γένει είναι αναγκαίον προς άφεση του ανύπαρκτου, κατ' αυτούς, προπατορικού αμαρτήματος, είτε πρόκειται για Βάπτισμα νη­πίων (Νηπιοβαπτισμός), είτε για το Βάπτισμα ενηλίκων. Όμως, οι αιρετικοί αυτοί , παραδό­ξως και ανεξηγήτως για την προτεσταντικήν άποψη του κ. Ιωάννου  δεν καταργούσαν το Νηπιοβαπτισμόν. Τον τηρούσαν και τον ασκούσαν. Ούτε, φυσικά και κατηγορούσαν την Εκκλησίαν, για το ότι αυτή βάπτιζεν τα νήπια. Διετήρουν το Νηπιοβαπτισμόν, αναγνώριζαν τη γενικήν εν τη Εκκλησία ισχύν του και την Αποστολικήν του καταγωγήν και προέλευση, ενώ, δηλαδή, θα είχαν κάθε λόγο να αρνηθούν το Νηπιοβαπτισμόν, εάν η αρχαία Εκκλησία δεν τον ασκούσεν από την εποχή ν ήδη των Αποστό­λων. Ακριβώς δε, ο Ιερός Αυγουστίνος, πο­λεμώντας τη σύγχρονή του αίρεση, τον Πελαγιανισμόν, επεκαλέσθη ως επιχείρημα εναντίον του αυτήν ακριβώς την εν τη αρχαία Εκκλησία ανέ­καθεν ισχύουσαν καθολικήν παράδοση περί του Νηπιοβαπτισμού.
Το επιχείρημα του Αυγουστί­νου κατά των Πελαγιανών ήταν: Πως, λοιπόν, απορρίπτετε την κληρονομικότητα του προπα­τορικού αμαρτήματος, αφού και εσείς βαπτίζετε και η Εκκλησία ανέκαθεν βαπτίζει τα νήπια; Και γιατί, λοιπόν, τα βαπτίζει, αν δεν υπάρχει κλη­ρονομικά μεταδιδόμενον προπατορικόν αμάρτη­μα;
Στο συλλογισμόν του Αυγουστίνου οι Πελαγιανοί απαντούσαν: Δεν απορρίπτομεν τον ίδιον το Νηπιοβαπτισμόν. Αναγνωρίζομεν, ότι η αρχαία Εκκλησία ανέκαθεν τον ασκεί. Κάτι άλλο όμως αρνούμεθα: ότι, δηλαδή, αυτός ο κα­τά πάντα νόμιμος, αποστολικός, έγκυρος και ωφέλιμος Νηπιοβαπτισμός δήθεν συγχωρεί το ανύπαρκτον στο παιδί προπατορικόν αμάρτημα.
Αν δε η Εκκλησία ανέκαθεν τον ασκεί, το κάνει όχι γιατί έτσι συγχωρείται το ανύπαρκτον προπατορικόν αμάρτημα, αλλά για να κερδί­σουν τα νήπια την Βασιλείαν των Ουρανών, την οποίαν, εάν τυχόν πέθαιναν αβάπτιστα, θα την έχαναν και θα κέρδιζαν όχι την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλά μόνον την Αιώνιον Ζωήν. Έκαναν δηλαδή οι Πελαγιανοί διάκριση ανάμεσα στη Βασιλεία των Ουρανών, την οποίαν κέρδιζαν τα νήπια βαπτιζόμενα, και την Αιώνιον Ζωήν, την οποίαν θα κέρδιζαν, εάν απέθνησκαν αβάπτιστα.
Δηλαδή, οι Πελαγιανοί αναγνώριζαν απλώς δια­φορετικό ρόλο και σημασία στο Νηπιοβαπτι­σμόν, χωρίς όμως να τον καταργούν. Αυτό, φυσικά, είναι πολύ διαφωτιστικό για το θέμα μας, δηλαδή, για το εάν ο Νηπιοβαπτισμός έχει Αποστολικήν καταγωγήν, ή, εάν εισήχθει αργότερα στην Εκκλησίαν, όταν αυτή διεφθάρει, επί Μ. Κωνσταντίνου, τον δ' αιώνα, όπως διδάσκουν οι Προτεστάντες (Ιδέ στις Sermones του Αγίου Αυγουστίνου, την υπ' αριθμ. 294, του έτους 413, εν Migne, P.L. 38,1336).
Συμπέρασμα: Το γεγονός, ότι ούτε οι Πελα­γιανοί ηρνούντο το έγκυρον του Νηπιοβαπτισμού, όπως θα είχαν κάθε λόγον και συμφέρον να κάνουν, εάν ο Νηπιοβαπτισμός δεν είχεν Αποστολικήν καταγωγήν και εάν ήταν μεταγενέ­στερη επινόηση και εφεύρεση και καινοτομία και νεωτερισμός της διεφθαρμένης μεταποστολικής Εκκλησίας, όπως διδάσκουν οι Προτεστάντες, δείχνει πόσον ριζωμένος ήταν ο Νηπιοβαπτισμός στην αρχαίαν Εκκλησίαν. Δηλαδή ακόμη και οι Πελαγιανοί δεν τον αμφισβήτησαν.
Πως αλλάζουν «θέση» και ύφος οι Προτεστάντες,
όταν «στριμωχθούν αγρίως»
    Ας θυμηθούμε τις σελίδες 13-15 του παρό­ντος κειμένου. Τι έλεγαν εκεί οι Προτε­στάντες και τι λένε τώρα; Τι λένε στην αρχήν και τι λένε μετά;
Σαν άτεγκτοι εισαγγελείς και δημόσιοι κατή­γοροι κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας έγραφαν: 1) Ότι ο Νηπιοβαπτισμός είναι ένας «αντιευαγγελικός θεσμός», 2) Ότι είναι «πέρα για πέρα αντίθετος με το πνεύμα και το λόγον του Θεού», 3) Ότι το βάπτισμα των νηπίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας «δεν είναι έγκυρον ενώπιον του Θεού», 4) Ότι ο Νηπιοβαπτισμός «συνιστά ενοχήν του ιερέως και αναδόχου ενώπιον του Θεού». Όλ' αυτά τάλεγαν στην αρχήν. Και τώρα;
Δες τε τους πως συστέλλονται, εγκαταλεί­πουν τις αρχικές θέσεις τους και, τελικά, «λου­φάζουν». Εάν, τουλάχιστον, έλεγαν: «φρονούμεν, ότι η Καινή Διαθήκη δεν συνιστά, δεν κηρύττει, δεν αναφέρει, δεν υποδεικνύει, δε θε­σμοθετεί, ούτε κάνει λόγο και δε φαίνεται να εφαρμόζει το Νηπιοβαπτισμόν», εάν ετόνιζαν έστω, ότι δήθεν «η Καινή Διαθήκη σιωπά για το θέμα αυτό», εάν, ακόμη, ρωτούσαν «που, επί τέλους, στηρίζεται η Ορθοδοξία και ασκεί το Νηπιοβαπτισμόν», ή  αν θέλετε αυστηρότερα κάπως και σύμφωνα με την ψυχολογίαν τους έλεγαν  «πως τολμά η Ορθοδοξία και ασκεί αυθαίρετα το Νηπιοβαπτισμόν, ενώ η Καινή Δια­θήκη ούτε, βέβαια, τον απαγορεύει, αλλ' ούτε και το συνιστά», τότε θα απαντούσαμε, όπως ο Κύριος στους Σαδδουκαίους: «Πλανάσθε μη ειδότες τας Γραφάς, μηδέ την δύναμιν του Θεού. Πολύ πλανάσθε» (Ματθ. κβ', 29). Μάρκ. ιβ', 24 27) και θα τους παρεπέμπομεν εις το εδάφιον Ιωάν. Γ, 5, όπου γίνεται σαφής και συγκεκριμέ­νος λόγος περί του χριστιανικού Βαπτίσματος («δι' ύδατος και Πνεύματος»), ως του μόνου θεσμοθετημένου τρόπου και μέσου, δια του οποίου επέρχεται η εναρκτήρια αναγέννηση στον άνθρωπον, και περί του ότι, χωρίς την δια του θεσμοθετημένου Βαπτίσματος, αναγέννηση, δεν μπορεί κανείς να μπει στη Βασιλείαν του Θεού. Επομένως, ούτε τα νήπια, εάν δεν βαπτισθούν. Ιδού, λοιπόν, ο λόγος, εκ του οποίου προκύπτει η αναγκαιότητα να βαπτίζει η Εκκλησία και τα νήπια, διότι χωρίς την άνωθεν γέννηση (αναγέν­νηση) δι' ύδατος και Πνεύματος (Βάπτισμα), δεν είναι δυνατό να μπει το νήπιο στη Βασιλείαν του Θεού. 
Εάν, λοιπόν, φέρεις στους Προτεστάντες το εδάφιον αυτό (Ιωάν. γ’, 5), είναι αναγκασμένοι να δεχθούν το Νηπιοβαπτισμόν. Αλλ' οι πιο φα­νατικοί απ' αυτούς, προκειμένου να μη ομολογή­σουν την ήτταν τους, φθάνουν στο σημείο να αρνηθούν, ότι στο Ιωάν. γ’, 5 πρόκειται περί του Βαπτίσματος. Ομολογούν όμως το εξής, ότι: εάν το Ιωάν. γ', 5 εννοεί πράγματι το Βάπτισμα, ως μέσον αναγέννησης, τότε καλώς πράττει η Ορθόδοξη Εκκλησία και βαπτίζει τα νήπια. Έχουν όμως οι αιρετικοί την εξής θεμιτήν απαίτηση: Μας λέγουν: «Εάν οι Απόστολοι εννόησαν πράγματι το Ιωάν. γ’, 5 έτσι, όπως το δέχεται η Ορθοδοξία, θα όφειλαν οι Απόστολοι να βάπτιζαν και παιδιά ανήλικα και νήπια, εφαρμόζοντας την επιταγήν, που βγαίνει απ' αυτά τα λόγια του Χριστού. Βάπτιζαν όμως οι Απόστολοι και νή­πια; Να, τι θα δούμε παρακάτω! 
Βάπτιζαν οι Απόστολοι εκτός τους ενήλικες, και νήπια;
    Σχετικά μ' αυτήν την απαίτηση των Προτεσταντών, που είναι καθ' όλα νόμιμη, προσκομίζομεν τα εξής κοινώς γνωστά και χι­λιοειπωμένα εδάφια:
1) Α' Κορ. α ,14: Σ' αυτό το εδάφιον ο από­στολος Παύλος ομολογεί: «εβάπτισα τον Στέ­φανα οίκον».
2) Πράξ. ια', 14: «ος λαλήσει ρήματα προς σε, εν οις σωθήσει συ και πας ο οίκος σου».
3) Πράξ. ιστ',15: «ως δε εβαπτίσθη και ο οίκος αυτής».
4) Πράξ. ιστ',33: «ελάλησα αυτώ τον λόγον του Θεού συν πάσιν τοις εν τη οικία αυτού…εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες».
5) Πράξ. ιη', 8: «Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε τω Κυρίω συν όλω τω οίκω αυτού».
Στα ανωτέρω πέντε εδάφια μαρτυρείται ότι εβαπτίσθησαν υπό Αποστόλων όχι μόνον οι οικογενειάρχες και οικοδέσποινες, αλλά... ολό­κληροι οι οίκοι τους.
-«Μα, λέγουν οι αιρετικοί Προτεστάντες, δεν είναι βέβαιον, ότι σ' αυτούς τους οίκους υπήρχαν οπωσδήποτε και παιδιά, ή, νήπια! Ίσως υπήρχαν, ίσως όμως και δεν υπήρχαν. Δεν είναι βέβαιον, είναι μόνον πιθανόν!».
Απαντώμεν: Κι' εμείς δεν είπαμεν, ότι είναι βέβαιον, ούτε και έχει σημασία δια το θέμα μας το εάν είναι βέβαιον. Μας φτάνει το ότι οι Προ­τεστάντες δε μπορούν να ισχυρισθούν, ότι ήταν αδύνατο να υπήρχαν παιδιά και νήπια. Κι' αυτό, γιατί, αν το έλεγαν, θα έπρεπεν και να το αποδείκνυαν. Δεν μπορούν όμως να αποδείξουν, ότι είναι αδύνατο να υπήρχαν και παιδιά, γι' αυτό δεν το ισχυρίζονται. Προτιμούν να ρίξουν την αμφιβολίαν και να περιορισθούν στο ότι «δεν είναι βέβαιον, είναι μόνον πιθανόν».
Κι' εμείς μόνον ως πιθανόν, πιθανότατο μάλιστα, όπως θα δούμε, ή, πιθανότερον απ' όσα ισχυρίζονται οι αιρετικοί, το προσκομίσαμεν. Κι' οι Προτεστάντες το δέχθηκαν ακριβώς ως πιθα­νόν. Αυτό μας αρκεί για το συλλογισμό μας. Και μάλιστα είναι υπεραρκετόν. Και να, γιατί: για να είναι κάτι «πιθανόν», πρέπει τουλάχιστον, να είναι «δυνατόν». Πρώτα είναι κάτι «δυνατόν» και μετά μπορεί να είναι «πιθανόν», με περαι­τέρω τυχόν βαθμούς και ποσοστά πιθανότητας.
Αλλ' η Προτεσταντική εκδοχή και θέση, είδα­με προηγουμένως, ήταν η εξής:
 «Ο Χριστός, στο χωρίον Ιωάν. γ', 5, δεν εννοεί το Βάπτισμα. Επομένως, οι Απόστολοι δεν το εννοούσαν υπό την έννοιαν του Βαπτί­σματος, όπως κάνει η Ορθόδοξος Εκκλησία σή­μερα. Άρα, είναι αδύνατον να έθεσαν σε εφαρμογήν οι Απόστολοι το Νηπιοβαπτισμόν». Αυτά έλεγαν οι Προτεστάντες προηγουμένως. Τώρα, αναγκάζονται να υποχωρήσουν και να ομολογή­σουν, ότι ο Νηπιοβαπτισμός δεν είναι κάτι το αδύνατο στην αποστολικήν Εκκλησίαν και ότι αυτός είναι κάτι όχι απλά «δυνατός», αλλ' επί πλέον και «πιθανός». Όπως δε αναφέραμεν, το «πιθανόν» είναι κάτι μείζον του απλώς «δυνα­τού». 
Αλλ’ εμείς θα επιχειρήσουμε μίαν ερμηνείαν των εδαφίων, που μιλούν για Βάπτισμα Οίκων ολοκλήρων. Αυτή η ερμηνεία θα ενισχύσει το βαθμόν πιθανότητας και θα τον ανεβάσει στο επίπεδον της βεβαιότητας και σιγουριάς: Εάν προσέξουμε τα πέντε αυτά κείμενα και τα ερμη­νεύσουμε αβίαστα, θα δούμε, ότι, αν και δεν αναφέρεται ρητά, ότι εβαπτίσθησαν και παιδιά, όμως, υπονοούνται και αυτά. Και ιδού διατί:
Στο Πράξ. ιστ' 15, όπου γίνεται λόγος για τη Λυδίαν και τον οίκον της, λέγεται συγκεκριμένα: «ως δε εβαπτίσθη και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσε λέγουσα· ει κεκρίκατέ με πιστήν τω Κυρίω είναι, εισελθόντες εις τον οίκον μου μείνατε». Κάνουμε, λοιπόν, την εξής παρατήρηση: Αν την οικογένειαν της Λυδίας αποτελούσαν μόνον ενή­λικες, που κι' αυτοί πίστευσαν ατομικά και μετά βαπτίσθηκαν, μπορούσε ποτέ η οικοδέσποινα και μητέρα της οικογένειας, «να αποκλείσει τους άλλους της πίστεως» και να εμφανίσει μόνον εαυτήν «πιστήν τω Κυρίω»; Το φυσιολογικό, λοιπόν, θα ήταν να μίλαγε στον πληθυντικόν και για λογαριασμόν όλων των μελών της οικογένει­ας, σ' ό,τι αφορά τουλάχιστον στην πίστη, που στην περίπτωση αυτή, θα ήταν πίστη κοινή όλων των μελών της οικογένειας, όπως κοινόν ήταν και το Βάπτισμα του οίκου της. Θα έλεγε, λοι­πόν, όχι «ει κεκρίκατέ με πιστήν τω Κυρίω είναι», αλλά «ει κεκρίκατέ ημάς πιστούς τω Κυ­ρίω είναι». Βλέπομεν όμως, ότι την πίστη της την περιορίζει στον εαυτόν της. Δεν σημαίνει, λοιπόν, αυτό, ότι, μολονότι πολλοί μέσα στην οικογένεια βαπτίσθηκαν, όμως αυτοί δεν διέθε­ταν αυτήν την πίστη της Λυδίας, αφού μόνον αυτή ομιλεί αποκλειστικά για τη δικήν της πί­στη ; Δεν σημαίνει, επομένως, ότι βεβαιότατα και όχι απλά πιθανώς, ο οίκος της απετελείτο και εκ μικρών τέκνων ή νηπίων, τα οποία δεν ήταν δυ­νατόν για την ηλικίαν τους να εκδηλώσουν, ή, και να έχουν την πίστη, όπως η μητέρα τους, δηλα­δή , όπως ένας ενήλικας ανεπτυγμένην;
Δεύτερη ερμηνευτική παρατήρηση: Στο Πράξ. ιστ', 33  34, διαβάζουμε για τη βάπτιση του δεσμοφύλακα των Φιλίππων τα εξής: «Και ελάλησαν αυτώ τον λόγον του Κυρίου συν πάσιν τοις εν τη οικία αυτού˙ και παραλαβών αυτούς εν εκείνη τη ώρα της νυκτός έλουσεν από των πληγών, και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παραχρήμα˙ αναγαγών τε αυτούς εις τον οίκον αυτού παρέθηκε τράπεζαν και ηγαλλιάσατο πανοικί πεπιστευκώς τω Θεώ». Δηλαδή, μο­λονότι βαπτίσθηκαν όλα τα μέλη της οικογένει­ας, ο ιστορικός Λουκάς μας κάνει λόγο μόνο για την πίστη του δεσμοφύλακα. Γιατί, άραγε, εάν τα μέλη της οικογένειας, που βαπτίσθηκαν, ήσαν μόνον ενήλικες και πίστευσαν, όπως ο ενήλικας δεσμοφύλακας, γιατί αναφέρεται ως «πεπιστευκώς τω Θεώ» μόνον ο δεσμοφύλακας, ενώ έχει αναφερθεί, δύο γραμμές πιο πάνω, ότι «και εβαπτίσθη αυτός και οι αυτού πάντες παρα­χρήμα»; Δεν σημαίνει, λοιπόν, ότι όλοι εβαπτίστηκαν στο σπίτι, ενώ μόνος ο δεσμοφύλακας ήτο εις θέση να πιστεύσει σαν ενήλικας; Ποιαν άλλη λύση να δώσουμε, παρά το ότι τα μέλη της οικογένειας ήσαν νήπια;
Επίσης, στο Πράξ. ιστ', 31, παρατηρούμεν ότι ο Απόστολος λέγει στο δεσμοφύλακα τα εξής: «Πίστευσον επί τον Κύριον Ιησούν Χρι­στόν και σωθήσει συ και ο οίκος σου». Θα πι­στεύσει, δηλαδή, μόνος ο οικογενειάρχης και θα σωθεί ο ίδιος κι' η οικογένειά του.
Εξ' άλλου, στο Πράξ. ια , 13-14 προτρέπε­ται ο εκατόνταρχος Κορνήλιος με τα εξής λόγια: «Μετάπεμψαι Σίμωνα τον επικαλούμενον Πέτρον, ος λαλήσει ρήματα προς σε, εν οις σωθήση συ και πας ο οίκος σου».
Τέλος, επιπροσθέτομεν και το Πράξ. β'. 38-41, όπου ο Απόστολος Πέτρος απευθυνόμενος την ημέραν της Πεντηκοστής εις χιλιάδας ακρο­ατών, τους είπεν, ότι ο Θεός υπόσχεται να σώσει όχι μόνον αυτούς, αλλά και τα τέκνα τους: «Υμίν γαρ εστίν η επαγγελία και τοις τέκνοις υμών οι μεν ουν ασμένως αποδεξάμενοι τον λόγον αυτού εβαπτίσθησαν και προσετέθησαν τη ημέρα εκείνη ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι». 
Εισήχθη ο Νηπιοβαπτισμός στην Εκκλησίαν, σαν αντιευαγγελικός νεωτερισμός, κατά τη μεταποστολικήν εποχήν, είτε επί Μ. Κωνσταντίνου (δ' αιώνας), είτε και ενωρίτερον (γ, β' αιώνες);
   Ουδέν ανακριβέστερον τούτου ιστορικώς. Ουδεμία ιστορική μαρτυρία υπάρχει που να μας πληροφορεί, ότι τάχα ο Νηπιοβαπτισμός είναι μεταγενέστερη επινόηση και ότι εισήχθη σαν καινοτομία αντιχριστιανική επί του Μ. Κωνσταντίνου (δ' αιώνας), ή και ότι θεσμοθετήθηκεν ποτέ και εκ των υστέρων, δηλαδή οπο­τεδήποτε μετά τους Αποστόλους, στην Εκκλησίαν. Καμία ιστορική μαρτυρία δεν ομιλεί, ούτε υπονοεί ούτε προϋποθέτει εισαγωγή του Νηπιοβαπτισμού νεωτεριστικήν, αλλ', αντίθετα, όλες οι μαρτυρίες τον θεωρούν ως ήδη ισχύοντα και εν τη Εκκλησία ανέκαθεν ασκούμενον και όχι ως εκ των υστέρων εισαχθέντα. Και πρώτα πρώτα το γενικώτερον θέμα, που θέτουν οι Προ­τεστάντες, ότι τάχα, όταν η Εκκλησία διεφθάρη τον δ' αιώνα, ή και ενωρίτερον, τότε και εκαινοτόμησεν εισαγαγούσα τον αντιευαγγελικόν θεσμόν του Νηπιοβαπτισμού. «Πολλά τα δεινά· ουδέν Προτεστάντου δεινότερον πέλει»!
Διεφθάρει, λοιπόν, η Εκκλησία του Χριστού και των Αποστόλων, κατά τη μεταποστολικήν εποχήν!!! Τι έχομεν να πούμε επ' αυτού στον κ. Ιωάννου και τους ομόπιστούς του;
Κύριε Ιωάννου, εάν η Εκκλησία διεφθάρει τον δ', ή γ, ή β', ή α αιώνα, δεν είναι δυνατόν να έχετε ούτε σεις σήμερα, ούτε κανείς την Αγίαν Γραφήν ως γνήσιο λόγον του Θεού! Μ' αυτήν την ευκαιρίαν σας ερωτώμεν: Που τη βρήκατε τη Βίβλον; Από ποιόν την πήρατε; Ποιος είναι ο φυ­σικός και νόμιμος φορέας της; Ποιος ο δι­καιούχος της; Διότι, βέβαια, θα πρέπει να δε­χθείτε, ότι η Αγία Γραφή εδόθη εις την Εκκλησίαν, ότι σ' αυτήν είναι εμπεπιστευμένη, κι' ότι εκτός Εκκλησίας ουδεμία Γραφή. Εκτός Εκκλησίας, η ίδια αύτη Αγία Γραφή γίνεται ίσως βιβλίο φιλολογικόν, ιστορικόν, λαογραφικόν, αρχαιολογικόν, θρησκειολογικόν, αλλ' όχι, πάντως, και οπωσδήποτε θεόπνευστον, δηλαδή, όχι Αγία Γραφή. Πως τη δέχεσθε, λοιπόν; Θα φιλολογικόν απλώς και μόνον κείμενον, η, σαν Άγίαν Γραφήν, δηλαδή σαν βιβλίον θεόπνευστον; Κι' αν είναι έτσι, θα πρέπει να δεχθείτε, ότι οποιοιδήποτε χρησιμοποιούν θρησκευτικώς την Αγίαν Γραφήν, εκτός του χώρου της Εκκλησίας, ως έπραττον και πράττουν αφελέστατα οι αιρετικοί, είναι αξιοδάκρυτοι σφετεριστές και αξιοπεριφρόνητοι κλέφτες. Μόνον ο έχων την Εκκλησίαν μητέ­ρα και ευρισκόμενος εν συνδέσμω και κοινωνία μαζύ της μπορεί και δικαιούται να έχει, να ερμηνεύει και να επικαλείται την Αγίαν Γραφήν. Δεν μπορείς, δηλαδή, δεν δικαιούσαι να έχεις την Αγίαν Γραφήν, εάν είσαι εκτός Εκκλησίας.
Εσείς, όμως, κ. Ιωάννου, φθάσατε στο ση­μείο να κηρύσσετε, ότι η Εκκλησία εξέπεσε, και διεφθάρει. Και θέλετε να υποστηρίζετε, ότι η Αγία Γραφή παρά ταύτα, δεν παρεφθάρει!!! Διεφθάρει ο Φύλακας, δεν διεφθάρει το φυλασσόμενον! Διεφθάρη ο φυσικός φορέας και νόμι­μος εγγυητής, κι' όμως συνεχίζει να εγγυάται με κύρος και αυθεντικά και αξιόπιστα!!!
Αν διεφθάρει η Εκκλησία, όπως ανοήτως πι­στεύετε, κ. Ιωάννου, τον α', β', γ' αιώνα, ποιος μπορεί να μας εγγυηθεί την Αγία Γραφήν; Τι απάντηση θα δώσετε, κ. Προτεστάντες, στους άπιστους και άθεους και αρνητές της Βίβλου και του Χριστιανισμού; Ή, μήπως, σε μας μεν θα μιλάτε για έκπτωση και διαφθοράν της Εκκλη­σίας, δηλαδή του Χριστιανισμού, αλλά στους αρνητές του θα επικαλείσθε τις ιστορικές μαρ­τυρίες των εκκλησιαστικών συγγραφέων του α', β', γ' αιώνων μ.Χ., για ν' αποδείξετε το κύρος της γνησιότητας της Αγίας Γραφής;
Άλλο, βέβαια, το ζήτημα, ποια είναι η αληθι­νή Εκκλησία του Χριστού, ποιος είναι εκτός Εκκλησίας, εμείς, ή εσείς. Επί της αρχής και μό­νον επιμένομεν: Ότι, δηλαδή, εκτός Εκκλησίας όποια κι' αν είναι αυτή , καμία Αγία Γραφή. Αν, λοιπόν, η Εκκλησία του Χριστού και των Από­στολων διεφθάρει τότε, θα πρέπει ή να έχει παραφθαρεί και η Αγία Γραφή, ή, τουλάχιστον, δεν μπορεί να έχει το κύρος της γνησιότητας και την αυθεντικότητα, εάν, δηλαδή, ο μόνος αρμόδιος, υπεύθυνος, νόμιμος, φυσικός της φορέας και μάρτυρας διεφθάρει. 
Αμφιβάλλομεν και για το τυχόν επιχείρημά σας, ότι τάχα ο Θεός εν τη Πανσοφία, Παντοδυ­ναμία και Πρόνοια Του, διεφύλαξεν και διετήρησεν, κατά τρόπο μυστηριώδη, μυστικόν και ανεξερεύνητον την Αγία Γραφήν, αφού, κατά τη θε­ωρία σας, κ. Προτεστάντες, ο αυτός Θεός δεν μπόρεσε να διατηρήσει αδιάφθορον και άνευ εκπτώσεως την Εκκλησίαν Του. Με ποια μαρτυρίαν και ποια επιχειρήματα θα υποστηρίξετε το ένα, ή, το άλλο, ή και τα δύο μαζύ;
Επομένως, ούτε εισήχθη ο Νηπιοβαπτισμός στην Εκκλησίαν, όταν αυτή εξέπεσεν, ούτε αυτή ποτέ ήταν δυνατό να εκπέσει και να διαφθαρεί. Μόνον άτομα εξέπεσαν και εκπίπτουν, διεφθάρησαν και διαφθείρονται. Ποτέ το σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία.
Ας δούμε όμως τώρα και τις ιστορικές μαρ­τυρίες:
Πρώτον: δεν είναι δυνατόν να εισήχθη ο Νηπιοβαπτισμός τον δ' αιώνα, διότι όλες οι σχε­τικές ιστορικές μαρτυρίες εκ των αρχαίων κειμέ­νων του δ' αιώνα, τον θεωρούν προϋπάρχοντα και τον ανάγουν εις τους Αποστολικούς χρό­νους: Έτσι, π.χ., διαθέτομεν μαρτυρίαν εκ του Ειρηναίου (140 μ.Χ.  202 μ.Χ.), επισκόπου Λουγδούνου, μαρτυρίαν που ανατρέπει τη βάση, το θεμέλιον, το υπόβαθρον των προτεσταντικών κατά του Νηπιοβαπτισμού θεωριών. Εξηγούμε­θα: αν οι Προτεστάντες αρνούνται στα νήπια το Βάπτισμα, το κάνουν επειδή θεωρούν αδύνατο να διαθέτουν τα νήπια πίστη και θέληση, που και τα δυο αυτά θεωρούνται απαραίτητα για την αναγέννηση και για το ακολουθούν αυτήν Βά­πτισμα. Δηλαδή απαγορεύουν το Νηπιοβάπτισμα, «διότι δεν είναι δυνατόν να αναγεννηθεί ένα νήπιον». Παραθέτομεν το λατινικόν κείμενον του Ειρηναίου και, στη συνέχεια, δίδομεν τη μετάφρασή του: 
"Omnes venit per semetipsum salvare, omnes inquam, qui per eum renascuntur in Deum, infantes, et parvulos, et pueros, et iuvenes, et seniores. Ideo per omnem venit aetatem, et infantibus infans factus, sanctificans infantes; in parvulis parvulus, sanctificans hanc ipsam habentes aetatem" (W.W. Harvey, S. Irenaei libri V adversus haereses, II 22, vol. 1, 330, Cantabrigiae 1857).
Μετάφραση: «Ήλθεν «ο Χριστός» δια να σώσει δια του εαυτού του όλους, λέγω όλους, όσοι δι' αυτού αναγεννώνται εν Θεώ, «δηλαδή» τα βρέφη και τα νήπια και τα παιδιά και τους νέους και τους πρεσβυτέρους. Γι' αυτό και πέ­ρασε κάθε ηλικίαν, και για τα βρέφη γενόμενος βρέφος, αγιάζων τα βρέφη, για τα νήπια νήπιος, αγιάζων τους έχοντας αυτήν την ηλικίαν». 
Συμπέρασμα: Άρα είναι δυνατόν να αναγεννώνται και τα βρέφη: Επομένως πέφτει η προτεσταντική θεωρία, ότι δεν πρέπει να βαπτί­ζονται τα βρέφη, επειδή τάχα δεν είναι δυνατόν να αναγεννηθούν.
Παραθέτομεν στη συνέχεια τέσσαρα ακόμη κείμενα (λατινικόν κείμενον + νεοελληνική μετά­φραση) από συγγραφείς της αρχαίας εκκλησίας, εις τα οποία ο Νηπιοβαπτισμός χαρακτηρίζεται είτε σύμφωνος με την «εκκλησιαστικήν ευσέβειαν», είτε σύμφωνος με το «Αποστολικόν κήρυγ­μα», είτε ότι αποτελεί «Αποστολικήν παράδο­ση».
Πρώτον: Ο πολυγραφότερος θεολόγος όλων των αιώνων, ο «χαλκέντερος» και «αδαμάντι­νος» Ωριγένης, γράφει τα εξής εντυπωσιακά: "Quaecumque anima in carne nascitur, iniquitatis et peccati sorde polluitur... Addi his etiam illud potest, ut requiratur quid causae sit, cum baptisma ecclesiae pro remissione peccatorum detur, secundum ecclesiae observantiam etiarr parvulis baptismum dari; cum utique si nihil esset in parvulis quod ad remissionem deberet el indulgentiam pertinere, gratia baptismi superflua videretur" (Ωριγένους, In Leviticum homiliae, 8. 3. Migne, Patrol. Lat. ix, 318).
Μετάφραση: «Οποιαδήποτε ψυχή γεννηθεί εν σαρκί, μολύνεται εκ του ρύπου της αδικίας και αμαρτίας. Σ' αυτά μπορεί να προστεθεί επί πλέον το εξής, «δηλαδή» προκειμένου να ερευ­νηθεί ποια είναι η αίτια, όταν δίδεται το βάπτι­σμα της Εκκλησίας, δια την άφεση των αμαρ­τιών, να παρέχεται το βάπτισμα κατά την εκκλησιαστικήν ευσέβειαν ακόμη και εις τα νή­πια˙ διότι βέβαια, εάν ουδεμίαν ωφέλειαν επέ­φερε στα νήπια αυτό, που πρέπει να δίδεται προς άφεση «των αμαρτιών» και προς συγγνώμην, η Χάρη του Βαπτίσματος θα εφαίνετο πε­ριττή».
Δεύτερον: Ο άγιος Αυγουστίνος (354 μ .Χ. 430 μ.Χ.) εις επιστολήν του γραφείσαν και αποσταλείσαν το έτος 415 μ.Χ. προς τον Ιερώνυμον, γράφει: "Quisquis dixerit quod in Christo vivificabuntur etiam parvuli, qui sine sacramenti eius participatione de vita exeunt, ubi propterea cum baptizandis parvulis festinatur et curritur, quia sine dubio creditur aliter eos in Christo vivificari omnino non posse" (Epist. ad. Hieron. 166, 7, 21 εν Corpus Vindobonense, 4,4, 576. Migne, Patr. Lat., 83, 730).
Μετάφραση: «Οποίος τυχόν πει, ότι θα ζωοποιηθούν εν Χριστώ ακόμη και εκείνα τα νήπια, όσα, χωρίς τη συμμετοχή «τους» στο μυστήριόν Του, «δηλαδή: του βαπτίσματος», απέρχονται της ζωής, αυτός αληθώς και κατά του κηρύγμα­τος του Αποστόλου ομιλεί και ολόκληρην κατα­φρονεί την Εκκλησίαν, όπου «εν τη οποία» υπάρχει βιασύνη και σπουδή σχετικά με το καθήκον να βαπτίζονται τα νήπια γι' αυτόν το λόγον, επειδή, δηλαδή, αναμφίβολα επικρατεί η πίστη, ότι αυτά αλλοιώς επ' ουδενί μπορούν να ζωοποιηθούν εν Χριστώ».
Τρίτον: Περαιτέρω (στο De Genesi ad litteram, 10,23,39), ο ιερός Αυγουστίνος μας διαβεβαιώνει τα εξής: «Consuetudo matris ecclesiae in baptizandis parvulis neqaquam spernenda est, neque ullo modo superflua deputanda, nec omnino credenda, nisi apostolica esset traditio. Habet enim et ilia parva aetas magnum testimonii pondus, quae prima pro Christo meruit sanguinem fundere" (εν Corpus Vindobonense. 28,2,327 και Migne, Patr. Lat., 34,426).
Μετάφραση: «Η συνήθεια της Μητέρας Εκκλησίας, καθ' ην πρέπει να βαπτίζονται τα νήπια, δεν είναι καταφρονητέα, και ούτε καθ' οιονδήποτε τρόπον πρέπει να θεωρείται περιττή, ουδόλως δε θα επιστεύετο, εάν δεν αποτελούσεν Αποστολικήν Παράδοση. Διότι και εκείνη η μι­κρή ηλικία, η οποία πρώτη αξιώθηκε να χύσει το αίμα της χάριν του Χριστού, έχει μεγάλη βαρύ­τητα σαν μαρτυρία».
Τέταρτον: Επίσης, ο προαναφερθείς Ωριγένης στα υπομνήματά του εις την προς Ρωμαίους επιστολή μας βεβαιώνει, ότι: «Ecclesia ab apostolis traditionem suscepit etiam parvulis baptismum dare" (Ώριγένους, In Romanos commentarii, 5,9, εν Migne, Patr. Gr. 14,1047 και Patr. Lat. vi, 397).
Μετάφραση: «Η Εκκλησία παρέλαβεν παρά των Αποστόλων την Παράδοση να χορηγεί το βάπτισμα ακόμη και σε νήπια».
Και άλλες μαρτυρίες αρχαίων κειμένων για το ότι όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται να βαπτίζονται τα νήπια
Το έτος 252 μ .Χ. ο άγιος Κυπριανός, επί­σκοπος Καρχηδόνος της βόρειας Αφρικής συνήλθεν μαζί με 66 ακόμη επισκόπους εις Σύνοδον, όπου εξετάσθηκε το θέμα του Νηπιοβαπτισμού εξ αφορμής ερωτήσεως κάποιου, Fidus ονόματι, και στη συνέχεια εστάλη σ' αυτόν απαντητική επιστολή απ' τον άγιον και μάρτυρα Κυπριανόν. Ιδού το κείμενον της απαντητικής επιστολής και η μετάφραση του:
«Quantum vero ad causam infantium pertinet quos dixisti intra secundum vel tertium diem quern nati sint constitutos baptizari non oportere et considerandam esse legem circumcisionis antiquae, ut intra octavum diem eum qui natus est baptizandum at sanctificandum non putares, longe aliud in concilio nostro visum est. In hoc enim quod tu putabas esse faciendum, nemo consensit, sed universi potius iudicavimus nulli hominum nato misericordiam Dei et gratiam denegandam" (Corpus Vindobonense, vol. 3, 2, 718 και Migne, Patr. Lat. «epist. 59», 3, 1015).
«Σε ό,τι όμως αφορά το ζήτημα των βρεφών, για τα οποία είπες, ότι δεν πρέπει να βαπτίζο­νται, όταν είναι ακόμη στη δεύτερη ή τρίτη μέρα απ' τη γέννησή τους, και ότι πρέπει να λαβαί­νουμε υπ' όψει το νόμον της παλαιάς περιτομής, για να μη νομίζεις, ότι «το βρέφος» πρέπει να βαπτίζεται «μόνον» μετά τη συμπλήρωση οκτώ ημερών από τη γέννησή του, και να αγιάζεται «μόνον τότε», η δική μας Σύνοδος εθεώρησεν κάτι όλως διόλου άλλο. Διότι ουδείς «επίσκοπος της Συνόδου μας» συνήνεσε σ' αυτό το οποίον πίστευες, αλλ' όλοι μαζί εκρίναμεν, ότι δεν πρέ­πει να αρνούμεθα το έλεος και τη Χάρη του Θεού σε κανένα «νεογνόν» γεννηθέν εξ ανθρώ­πων». 
Στην ιδίαν επιστολήν, παρακάτω, ο ίδιος άγιος διευκρινίζει:
"Si etiam gravissimis delictoribus et in Deum multum ante peccantibus, cum postea crediderint, remissa peccatorum datur et a baptismo atque gratia nemo prohibetur, quanto magis prohiberi non debet infans, qui recens natus nihil peccavit, nisi quod secundum Adam carnaliter natus contagium mortis antiquae prima nativitate contraxit, qui ad remissam peccatorum accipiendam hoc ipso facilius accedit, quod illi remituntur non propria sed aliena peccata" (Corpus Vindobonense, vol. 3,2, 720 και Migne, Patr. Lat. «epist. 59», 3, 1018).
Μετάφραση: «Εάν ακόμη και στους βαρύ­τατα παρεκτραπέντας και κατά του Θεού προη­γουμένως πολύ αμαρτήσαντας, δίδεται άφεση αμαρτιών και από το βάπτισμα και τη Χάρη κα­νείς δεν κωλύεται, πόσο μάλλον πρέπει να μη εμποδίζεται το βρέφος, το οποίον γεννηθέν πρό­σφατα εις ουδέν αμάρτησεν «προσωπικά», παρά μόνον κατά το ότι, γεννηθέν «και άρα καταγόμενον» σαρκικώς από τον Αδάμ μολύνθηκε απ' τη μόλυνση του αρχαίου, κατά την πρώτη γέννη­ση, θανάτου, το οποίον «βρέφος» εις την δέουσαν λήψη άφεσης αμαρτιών ευκολότερον χωρεί εξ αυτού τούτου, εκ του ότι «δηλαδή» του συγ­χωρούνται «εν προκειμένω, δηλαδή, κατά το βάπτισμα», όχι δικά του αλλά τα αλλότρια αμαρ­τήματα». 
Ο δε ιερός Αυγουστίνος αναφερόμενος στη Συνοδικήν απόφαση του αγίου Κυπριανού και των συνεπισκόπων του, γράφει:
"Beatus Cyprianus non aliquod decretum condens novum, sed ecclesiae fidem fermissimam servans, ad corrigendos eos, qui putabant ante octavum diem nativitatis non esse parvulum baptizandum, non carnem sed animam dixit non esse perdendam, et mox natum rite baptizari posse cum suis quibusdam coepiscopis censuit" (εν Corpus Vindobonense, 44, 579, Migne, Patr. Lat. 33,731).
Μετάφραση: «Ο μακάριος Κυπριανός χωρίς να καθιερώνει καμία νέα διαταγήν, αλλ' υπη­ρετών τη σταθερήν πίστη της Εκκλησίας, για να διορθώσει όσους φρονούσαν, ότι «τάχα» δεν πρέπει να βαπτίζονται τα βρέφη πριν απ' την όγδοην ημέραν απ' τη γέννησή τους, είπεν, ότι όχι η σάρκα, αλλ' η ψυχή δεν πρέπει ν' απωλεσθεί, και μαζί με τους όσους συνεπισκόπους του, έκρινεν ότι το νεογνόν δύναται θεαρέστως να βαπτίζεται (και) αμέσως μόλις γεννηθεί». 
Εξ άλλου, ο ιερός Αυγουστίνος παραθέτων απόσπασμα περί του Νηπιοβαπτισμού εκ του Ιερού Χρυσοστόμου, συμπεραίνει:
"Hac de causa etiam infantes baptizamus, cum non sint coinquinati peccato, ut iis addatur sanctitas, iustitia, adoptio, hereditas, fraternitas Christi, ut eius membra sint".
Μετάφραση: «Γι' αυτόν το λόγο βαπτίζομεν ακόμη και νήπια, διότι δεν είναι μολυσμένα με (προσωπικήν) αμαρτία, ώστε τους παρέχεται η αγιότητα, η δικαίωση, η υιοθεσία, η κληρονομιά, η αδελφότητα του Χριστού, για ν' αποτελούν μέ­λη Αυτού».
Επίσης ο Αυγουστίνος στο έργον του "De adulterinis conjugiis", που χρονολογείται απ' το έτος 419 μ.Χ., σημειώνει:
"Catechumenis ergo in huius vitae ultimo constitutis, seu morbo seu casu aliquo si compressi sint, ut, quamvis adhuc vivant, petere sibi tamen baptismum vel ad interrogata respondere non possint, prosit iis quod eorum in fide Christiana iam nota voluntas est, ut eo modo baptizentur, quo modo baptizantur infantes quorum voluntas adhuc nulla patuit (1, 26, 33 εν Corpus Vindo­bonense, 41,380 και Migne, Patr. Lat. 40,469).
Μετάφραση: «Εις τους κατηχουμένους, λοι­πόν, όσοι έφθασαν στο έσχατο σημείον της ζωής αυτής, (και) από ασθένειαν ή άλλην αιτίαν κα­τατρύχονται τόσον, ώστε, αν και μέχρι στιγμής βρίσκονται εν ζωή, όμως δεν μπορούν να ζητή­σουν για τον εαυτόν τους Βάπτισμα είτε δεν μπορούν ν' απαντήσουν στις ερωτήσεις, είναι ωφέλιμον σ' αυτούς, επειδή η προσήλωση της θέ­λησής τους στη Χριστιανική Πίστη είναι ήδη γνωστή, ίνα βαπτίζονται, καθ' ον τρόπον βαπτί­ζονται τα νήπια, των οποίων μέχρι στιγμής κα­μία θέληση δεν έχει εκδηλωθεί».
Τέλος, αναφέρομεν και τον άγιον Αμβρόσιον (333 μ.Χ.  397 μ.Χ.), επίσκοπον Μεδιολάνων, ο οποίος μας διευκρινίζει, ερμηνεύοντας το επίμαχον χωρίον (Ιωάν. γ, 5), στο οποίον έχομεν ήδη αναφερθεί ερμηνευτικά:
"Nisi quis renatus fuerit ex aqua et Spiritu Sancto, non potest introire in regnum Dei. Utique nullum excipit, non infantem..." (Αμβροσίου, De Abraam, 2, 11, 84 εν Corpus Vindobonense, 32. 1,635 και Migne, Patr. Lat., 14,497).
Μετάφραση: «Εάν μη τις γεννηθή δι' ύδατος και Πνεύματος Αγίου, ου δύναται εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού. Επομένως κανένα δεν εξαιρεί, ούτε τα νήπια».
   Αναφέραμε συνολικώς ένδεκα κείμενα αρχαί­ων εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων της Εκκλησίας, για ν' αποδείξουμε την αρχαιό­τητα του θεσμού του Νηπιοβαπτισμού, ενώ ο κ. Ιωάννου δεν προσκομίζει, ούτε και δύναται, καμίαν μαρτυρίαν για να αποδείξει, ότι ο Νηπιοβαπτισμός αποτελεί μεταποστολικήν καινοτομίαν και νεωτερισμόν αντιχριστιανικόν της δήθεν «διαφθαρείσης» και «εκπεσούσης» Εκκλησίας.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία για το Νηπιοβαπτισμόν
W. Wall, The History of Infant Baptism, London, 1705. ('Αν και παλαιόν διατηρεί την αξίαν του και προσελκύει ζωηρόν το ενδιαφέρον).
Ο. Cullmann, Le bapteme des enfants et la doctrine biblique, Neuchatel, 1948 (= Des sources de Γ evangile, Neuchatel, 1969,97  148).
P.C. Marcel, The Biblical Doctrine of Infant Baptism (tr. from periodical arts., by P.E. Hughes, 1953).
J. Jeremias, Die Kindertaufe in den esten vier Jahrhunderten, 1958 (Engl. trad. 1960. Trad, fran: Le bapteme des enfants dans les quatre premiers siecles, Le Puy  Lyon, 1967).
K. Aland, Die Sauglinstaufe in Neuen Testament und in der Alten Kirche: eine Antwort an Joachim Jeremias, 1961 (Engl, trad., 1963).
Ακολουθεί απάντηση υπό J. Jeremias, Nochmals: Die Anfange der Kindertaufe (Theologische Existenz heute,
N.F. 101, 1962 «Engl. trad., 1963». K. Aland, Die Stellung der Kinder in den fruhenchristlichen Gemeinden  und ihre Taufe (στην ίδια ανωτέρω σειράν 138,1967).
Κ. Aland, Taufe und Kindertaufe (κατά του Κ. Barth), 1971. A.S. Yates, Why Baptize Infants? A Study of the Biblical,
Traditional and Theological Evidence (Norwich, 1993). C. Buchanan, Infant Baptism and the Gospel: The Church England's Dilemma, 1993.