Η Μαρία η Μαγδαληνή, ο Ιησούς και τα
ευαγγέλια των Γνωστικών |
πηγή:oode
Η Μαρία η Μαγδαληνή, όπως και το όνομα της
άλλωστε επισημαίνει, καταγόταν από τα Μάγδαλα, μια κωμόπολη
γνωστή και με το ελληνικό όνομα ‘Ταριχαία’ (εξαιτίας του
εμπορίου των ταριχευμένων ψαριών που διεξήγαγε), κείμενη στα
δυτικά της λίμνης Γεννησαρέτ (βλ.
www.jerusalem-patriarchate.info/gr/magdala.htm
και
www.el.wikipedia.org/wiki/
). Δεν υπάρχει καμία πληροφορία
ότι ήταν παντρεμένη (ή εν χηρεία) και δεν πρέπει να ήταν, αφού
οι παντρεμένες τότε γυναίκες έφεραν ως διακριτικό το όνομα του
συζύγου τους, όπως π.χ.: Ιωάννα του Χουζά, Μαρία του Ιακώβου,
Μαρία του Κλωπά κ.λπ. Γνωρίζουμε πως ακολουθούσε τον Ιησού μαζί
με αρκετές άλλες γυναίκες, που είχαν θεραπευτεί από ασθένειες
και βάσανα και πνεύματα πονηρά, και οι οποίες τον υπηρετούσαν
από τα υπάρχοντά τους (Λουκ. 8,1-3). Εδώ φαίνεται εξάλλου η
ισοτιμία που εφάρμοζε ο Ιησούς μεταξύ ανδρών και γυναικών, την
οποία και ο Παύλος βεβαιώνει, όταν γράφει πως «δεν υπάρχει
διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων (Εθνικών), δούλων και
ελεύθερων, ανδρών και γυναικών, διότι εν Χριστώ είμαστε όλοι
ένα» (Γαλ. 3,28).
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο εμφανίζεται μαζί
με άλλες γυναίκες να κατευθύνονται, βαθειά χαράματα Κυριακής,
στον τάφο του Ιησού για να μυρώσουν το ένδοξο νεκρό σώμα, αλλά
άγγελος Κυρίου τις συναντά και μετέπειτα ο ίδιος ο αναστάς
Κύριος, που τις ορίζει ‘αποστόλους’ στους αποστόλους Του, δηλαδή
πρώτες αγγελιοφόρους του μηνύματος της αναστάσεώς Του, ενώ
εκείνες έπιασαν τα πόδια Του και τον προσκύνησαν (Ματθ.
28,5-10). Διασώζεται στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και ο διάλογος
του αναστημένου Χριστού ειδικά με τη Μαρία τη Μαγδαληνή, την
οποία ο Θεάνθρωπος σταματάει όταν εκείνη επιχειρεί να τον
αγγίξει, με τα λόγια: «Μη μου άπτου» [Δηλαδή, ‘μη με αγγίζεις’,
διότι όλοι από εδώ και πέρα θα πρέπει να συνηθίσετε να με
νοιώθετε κοντά σας με την πίστη στην Θεότητά μου, αφού μετά την
ανάληψή μου δεν θα με έχετε σωματικά μαζί σας (βλ. Ιω.
20,16-17)].
Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, όταν αναστήθηκε ο
Ιησούς το πρωί της Κυριακής, φάνηκε πρώτα στη Μαρία τη
Μαγδαληνή, από την οποία είχε βγάλει επτά δαιμόνια (την είχε
θεραπεύσει προφανώς από πολλά πάθη). Εκείνη πήγε και είπε το νέο
στους μαθητές Του, που πενθούσαν και έκλαιγαν. Όταν εκείνοι
άκουσαν ότι ζει και παρουσιάστηκε σ’ αυτήν, δεν την πίστεψαν (Μάρκ.
16,9-11). Κι άλλους μαθητές βέβαια δεν πίστεψαν, όταν οι
μάρτυρες ανήγγειλαν τις εμφανίσεις του αναστάντος (ώστε δεν ήταν
μωροπίστευτοι οι απόστολοι και ο κύκλος των πρώτων χριστιανών!),
αλλά οι εμφανίσεις σιγά - σιγά πλήθαιναν, και ο Χριστός
κατέκρινε την ολιγοπιστία και τη σκληρότητά τους προς αυτόν τον
ίδιο, όταν εμφανίστηκε μπροστά στους αποστόλους Του (Μάρκ.
16,11-14). μέχρις ότου τους έστειλε να
κηρύξουν το Ευαγγέλιο σ’ όλη την πλάση (με συνοδεία θαυμάτων,
για να γίνει αρχικά πιο πιστευτός και διαδοθεί ευκολότερα ο
λόγος τους) και να βαπτίζουν τους πιστούς στο όνομα της Αγίας
Τριάδος.
Ήταν ακόμη η Μαγδαληνή παρούσα κατά τη
Σταύρωση του Κυρίου, πάλι μαζί με άλλες γυναίκες, ως μαθήτρια
πάντοτε εκλαμβανόμενη στα ιερά κείμενα, και δεν φαίνεται σε
κάποιο σημείο να ξεχωρίζει ως ιδιαίτερη παρουσία στη συντροφιά
του Ιησού. Αυτές είναι οι πληροφορίες που παρέχουν τα Ευαγγέλια
της Εκκλησίας για τη Μαρία τη Μαγδαληνή και πέραν αυτών καμία
άλλη μαρτυρία αγιογραφική δεν υπάρχει για το πρόσωπό της. Η
Παράδοση όμως της Εκκλησίας διασώζει ότι υπήρξε και έμεινε στη
ζωή της παρθένος, ότι έδρασε ως κήρυκας και μάρτυρας του Χριστού
στη Ρώμη, την Παλαιστίνη, τη Μασσαλία, την
Αίγυπτο, τη Συρία, τη Φοινίκη, και
τελικά στην Έφεσο, πλάι στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπου και
κοιμήθηκε. Η υπόθεση ότι ήταν ιερόδουλη πέφτει στο κενό,
διότι κανένα στοιχείο από τη ζωή της δεν υπονοεί κάτι τέτοιο. Η
παρεξήγηση ξεκίνησε όταν ταυτίστηκε στο παρελθόν, από λάθος
ερμηνεία στη Δύση, η μοιχαλίδα ίσως γυναίκα που άλειψε με μύρο
τα πόδια του Ιησού στην οικία του Σίμωνα του Φαρισαίου, με τη
Μαρία τη Μαγδαληνή (Λουκ. 7,36-50). Στα Ευαγγέλια όμως δεν
φαίνεται πουθενά μια τέτοια σύνδεση.
Στον ‘Κώδικα Ντα Βίντσι’ παρουσιάζεται ως
γνωστόν ο Ιησούς όχι μόνο να είναι ζευγάρι με τη Μαγδαληνή, αλλά
να έχουν μαζί και παιδιά και όλοι να έχουν φυγαδευτεί στη
Γαλλία, όπου απόγονοί τους υπάρχουν υποτίθεται μέχρι και σήμερα.
Αυτή η αναφορά εφευρέθηκε για να στηριχθούν και αναδειχθούν
περισσότερο οι γαλαζοαίματοι κύκλοι της Ευρώπης, αφού
παρουσιάζονται οι αριστοκράτες να διαθέτουν και αίμα θεϊκό, όπως
είναι το αίμα του Ιησού. Τι ισχύει όμως πραγματικά; Ήταν ο
Ιησούς έγγαμος; Σίγουρο είναι ότι δεν ήταν! Δεν υπάρχει κάποιο
ιστορικό στοιχείο και πηγή (εκτός από απόκρυφα κείμενα) που να
ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Αντίθετα, αν και η παρθενία ήταν
εξαίρεση στους Ιουδαίους, πολλοί παρέμεναν κατά Θεόν άγαμοι για
να ασχοληθούν με θεολογικές σπουδές, οι Εσσαίοι και Θεραπευτές
ήσαν άγαμοι, διάφοροι προφήτες στην έρημο ήσαν άγαμοι, όπως
αναφέρει και ο ιστορικός Ιώσηπος, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
παρέμεινε όλη του τη ζωή ανύπαντρος, αλλά και ο απόστολος Παύλος
το ίδιο αφιερωμένος. Δεν στηρίζεται επομένως η κοινωνική
αναγκαιότητα, όπως γράφει ο Brown, για
έγγαμη ζωή όλων των Ιουδαίων.
Εάν ο Χριστός ήταν παντρεμένος, δεν υπήρχε
λόγος να το αποκρύψουν οι ευαγγελιστές και ο απ. Παύλος, διότι
ούτε σχέδιο υπήρχε απόκρυψης στοιχείων και λεπτομερειών της ζωής
του Χριστού (αφού άλλωστε κήρυττε πάντα ανοιχτά και δημόσια),
ούτε απαγορευόταν στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία να παντρεύονται
οι ιερείς και προφήτες. Ακόμη, κάτω από τον σταυρό του Κυρίου,
λίγο πριν να ξεψυχήσει, είχαν μαζευτεί πολλές πιστές ακόλουθες
του Θεανθρώπου μαζί με την μητέρα Του και τον μαθητή της αγάπης.
Για άλλη μια φορά δεν γίνεται λόγος για σύζυγο, αφού εξάλλου ο
αρχηγός της ζωής, λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα Του, ανέθεσε την
φροντίδα της μητέρας του στον ευαγγελιστή Ιωάννη. Άλλωστε, ενώ
σε διάφορα αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης αναφέρονται τα μέλη
της οικογένειας του Ιησού (η μητέρα του, οι αδελφοί και αδελφές
του), πουθενά δεν αναφέρεται σύζυγος, ούτε φυσικά αναφέρεται
πιθανή κατάσταση χηρείας Του. Ακόμη, το ότι ο Παύλος προτρέπει
σε αγαμία τους πιστούς (Α’ Κορ. 7) ως χαρισματική κατάσταση
χάριν της βασιλείας των ουρανών (χωρίς να θεωρεί αμάρτημα το
γάμο), το ότι οι κοινότητες του Κουμράν αποτελούντο από άγαμα
μέλη με έντονες ασκητικές τάσεις και τέλος το ότι ο ίδιος ο
Χριστός κηρύττει ως ιδεώδη τρόπο χριστιανικής ζωής έναν
ηθελημένο ‘ευνουχισμό’ (εννοείται καρδιακό και ασκητικό) για την
είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. 19,10-12), οδηγεί στο
συμπέρασμα πως ο ίδιος υπήρξε άγαμος (βλ.
Darrell L. Bock, «Κώδικας Ντα
Βίντσι – Λογοτεχνική Φαντασία και χριστιανική θρησκεία», εκδ.
Περίπλους, Αθ. 2004 & «Η αλήθεια για τον Κώδικα ντα Βίντσι»,
Μιχαήλ Χούλη, περιοδ. ‘διάλογος’, τ. 42, Αθ. 2005).
Λίγα λόγια παρακάτω για τα γνωστικά κείμενα
(κακώς ονομάζονται ‘ευαγγέλια’, αφού είναι ένα σύνολο από
νεφελώδεις στιχομυθίες και ακατανόητες πολύ συχνά ρήσεις), από
τα οποία πολλές αντίχριστες σημερινές προσπάθειες αντλούν για να
αποδείξουν τα ιστορικώς αναπόδεικτα:
Ο Γνωστικισμός εκπροσωπούσε πολύ μετά τα
χρόνια των αποστόλων διάφορες μορφές εναλλακτικού χριστιανισμού,
συγκρουόμενος με την Ορθόδοξη αντίληψη περί Θεού, κόσμου,
πίστης, σωτηρίας κ.λπ. Προωθούσε ένα πολυθεϊστικό μοντέλο
θεοτήτων με ποιοτική διαβάθμιση μεταξύ τους και έντυσε με
χριστιανικά ονόματα και έννοιες τις δικές του θέσεις για να
γίνει πιστευτός. Δε δίστασε μάλιστα να χρησιμοποιήσει και
ονόματα των αποστόλων ως δήθεν συγγραφέων των αποκρυφιστικών
βιβλίων τους [Το γεγονός επισημαίνεται από τον απόστολο των
εθνών στην Β΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του (2,1 κ.ε.), αλλά
και από τον απόστολο Πέτρο (Β΄ Πέτρου 3,16)]. Οι γνωστικοί
δίδασκαν ότι υπάρχει ο κατώτερος Θεός Δημιουργός, που είναι ο
κακός γι’ αυτούς Θεός της Π.Δ., και δημιούργησε τον κόσμο δι’
απορροής από την ουσία του. Έτσι η ύλη εκλαμβάνεται ως κακό
φύραμα και δεν έχει μέλλον. Ως εκ τούτου, το σώμα του Χριστού
–που και ο ίδιος πίστευαν πως είναι ένας από τις θεότητες, με
ειδική αποστολή- δεν μπορεί παρά να είναι πνευματικό και όχι
υλικό. Γι’ αυτούς λοιπόν, ο Σωτήρας φαινομενικά σαρκώθηκε,
φαινομενικά σταυρώθηκε και φαινομενικά (κατά δόκηση) αναλήφθηκε.
Για άλλες γνωστικές ομάδες, ο Χριστός προσωρινά κατοίκησε στον
άνθρωπο Ιησού, τον οποίον και εγκατέλειψε πάνω στον Σταυρό, ενώ
ο κόσμος παρέμεινε δήθεν στην πλάνη ότι υπέφερε ο ίδιος ο Θεός.
Εννοείται ότι ψυχοσωματική ανάσταση, παράδεισος και αιώνια ζωή,
για τους γνωστικούς δεν ισχύουν, αλλά θεωρούν ότι είναι πλάνη
των Ορθοδόξων χριστιανών. Και σήμερα πάντως υπάρχουν, παγκοσμίως
και στην Ελλάδα, πολλές νεογνωστικές παραθρησκευτικές ομάδες,
που διαδίδουν και προπαγανδίζουν παρεμφερείς απόψεις. Γι’ αυτό
και η Εκκλησία, στον Κανόνα των γνησίων βιβλίων της Καινής
Διαθήκης που ενέκρινε, απέρριψε τα βιβλία εκείνα, τις επιστολές
και τα ευαγγέλια που δεν πληρούσαν το κριτήριο της γνήσιας και
ξεκάθαρης αλήθειας, όπως την δέχονταν η εκκλησιαστική Παράδοση
(η συνείδηση δηλαδή της Εκκλησίας) και οι κατά τόπους Εκκλησίες,
σε συμφωνία με το Πνεύμα του Χριστού και των αποστόλων, διότι
δεν περιείχαν Ο,ΤΙ ΠΑΝΤΟΤΕ, ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ
ΠΙΣΤΕΥΤΟ.
Σε αντίθεση με τα εκκλησιαστικά Ευαγγέλια, η
γνωστική φιλολογική παραγωγή δεν εστιάζεται σε ιστορικές γνώσεις
και γεωγραφικές λεπτομέρειες, τοπωνύμια, ονόματα προσώπων της
εποχής, πρωταγωνιστών και παραγόντων στα χρόνια του Ιησού, αλλά
σε μυθολογικούς και φιλοσοφικούς ακροβατισμούς που έχουν την
αρχή τους πολλά χρόνια μετά την σταύρωση και ανάσταση του
Χριστού. Πώς όμως ο ευαγγελιστής, γιατρός και ιστορικός της
πρώτης Εκκλησίας, Λουκάς, έγραψε Ευαγγέλιο; Χρησιμοποίησε, όπως
ο ίδιος αναφέρει, βέβαιες πηγές, αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες
του Λόγου, συνεργάστηκε με τον Μάρκο, τον απ. Παύλο κ.λπ.,
πατώντας σε καθαρά ιστορικό έδαφος. Τα περισσότερα αντιθέτως
γνωστικά κείμενα ανήκουν στον 3ο και 4ο
αιώνα, ενώ τα αρχαιότερα έχουν γραφτεί από τα μισά του β΄ αιώνα
κ.ε. Αυτό που πρέπει πάντως εδώ να τονίσουμε είναι ότι την Κ.Δ.
ενδιαφέρει όχι μόνο η διδασκαλία του Κυρίου Ιησού, αλλά και η
σχέση με αυτόν τον ίδιο τον Θεάνθρωπο και το τι αυτός
αντιπροσωπεύει για την ανθρωπότητα: Ο Χριστός είναι η
ενσαρκωμένη αλήθεια, η δε σύνδεση μαζί του εξασφαλίζει τη
σωτηρία. Η ένωση με τον συγκεκριμένο και ιστορικό Ιησού σώζει.
σε αντιδιαστολή με τις γνωστικές πραγματείες που αρέσκονται να
διδάσκουν ανεδαφικές και μυθιστοριογραφικές πληροφορίες περί
σωτηρίας, πολυθεϊστικές ιδεολογίες, μυστικισμό και
γνώση-εποπτεία (βλ. και Erwin W.
Lutzer, ‘Da Vinci,
Η Εξαπάτηση’, εκδ. Πέργαμος, Αθ. 2005, σελ. 40-60).
Να επισημάνουμε ακόμη εδώ την αναληθή και
ανιστόρητη πληροφορία που διαδίδουν ορισμένοι, ότι δηλαδή οι
χριστιανοί έκαιγαν κείμενα που τα θεωρούσαν αιρετικά ή που
ήθελαν να αποκρύψουν. Πρόκειται για παραπληροφόρηση που σήμερα
ακούγεται για να δυσφημήσει τον Χριστιανισμό (βλ.
Wilson
N.G./
Reynolds
L.D., ‘Αντιγραφείς
και φιλόλογοι’, εκδ.
‘Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)’,
Νοέμβριος 2004). Απόδειξη του σεβασμού των εκκλησιαστικών ανδρών
προς όλα τα κείμενα είναι ότι όχι μόνο πολλά απόκρυφα
διαβάζονταν αρχικά ως ευσεβείς διηγήσεις σε πολλές κατά τόπους
Εκκλησίες (βλ. π.χ. Bart D.
Ehrman, Χαμένες μορφές του
Χριστιανισμού, εκδ. Ενάλιος, 2008, σελ. 63), αλλά και ότι οι
βυζαντινοί στη συνέχεια αντιγραφείς (καλόγηροι μάλιστα) διέσωσαν
με επιμέλεια κοσμικά, θύραθεν κείμενα, ακόμη και του Αριστοφάνη,
που θα τα είχε ξεχάσει διαφορετικά η ιστορία. Μάλιστα ο Μέγας
Φώτιος διέσωσε πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στην
πατριαρχική βιβλιοθήκη του (βλ. και Ανδρέα Κεφαλληνιάδη, ‘Μια
τάξη γεμάτη απορίες’, εκδ. ‘Φωτοδότες’, σελ. 45, 88, 91).
Ο Dan Brown αντλεί
επίσης από το απόκρυφο ‘ευαγγέλιο του Φιλίππου’, όπου
παρουσιάζεται ο Ιησούς να έχει «σύντροφο» τη Μαρία τη Μαγδαληνή
και μάλιστα να τη φιλά συχνά (όπως όλους άλλωστε, όπως αναφέρει,
τους μαθητές) στο […….……] (στο σημείο αυτό έχει καταστραφεί το
πρωτότυπο κείμενο). Έχουμε να παρατηρήσουμε εδώ, σύμφωνα με τη
γνώμη των ειδικών ερευνητών και όχι με την παραφιλολογία των
σύγχρονων ρομάντζων, ότι: (α) η ελληνική λέξη ‘σύντροφος’ (στο
πολύ μεταγενέστερα πάντως από τα εκκλησιαστικά Ευαγγέλια
συνταχθέν ευαγγέλιο του Φιλίππου) δεν σημαίνει ‘σύζυγος’, αλλά
έχει κοινωνικό και πολιτικό ακόμη περιεχόμενο, φανερώνει ομάδα,
σχέση κοντινή κ.α., (β) η αποκρυφιστική και λογοτεχνική φαντασία
εύκολα γέμισε το κενό αυτό των λέξεων με τις λέξεις ‘στόμα’,
‘χείλη’ κ.α. Στην Άπω Ανατολή όμως οι δάσκαλοι και οι
πνευματικοί καθοδηγητές συνήθιζαν να φιλάνε τους μαθητές τους
στο μάγουλο ή στο μέτωπο ή στο κεφάλι και ήταν η συνήθεια
διαδεδομένη. Εξάλλου και τους υπόλοιπους μαθητές φιλούσε ο
Χριστός, όπως φαίνεται στο κείμενο, και ως εκ τούτου το
πνευματικό φίλημα δινόταν μάλλον στο μέτωπο ή το κεφάλι, και (γ)
είναι γνωστό στους ειδήμονες πως δεν αποκλείεται το κείμενο εδώ
να μιλάει για το ‘γνωστικό φίλημα’ με το οποίο θεωρούσαν ότι
μεταδιδόταν η χάρη του ενός προς τον άλλον και που συνήθιζαν, ως
λειτουργική συνήθεια μαζί με εναγκαλισμό, οι γνωστικοί κύκλοι.
Μια τέτοια συνήθεια, με συνοδεία ιερής τροφής, διασώζεται και
στην «Προσευχή των Ευχαριστιών» των Ερμητικών κοινοτήτων. Ας μην
ξεχνάμε επίσης πως το ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε τον 3ο
αιώνα και όχι στα χρόνια των αποστόλων, όχι φυσικά από τον
απόστολο Φίλιππο, και δεν απηχεί αληθινά περιστατικά και
αυθεντικούς διαλόγους μεταξύ των προσώπων που αναφέρει (βλ. και
Σάββα Αγουρίδη, ‘Χριστιανικός Γνωστικισμός’, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθ.
2004).
Ο συγγραφέας του Κώδικα παρουσιάζει την
Μαγδαληνή πως ήταν δήθεν το Ιερό Θηλυκό, που οι άντρες ιερείς
και η ίδια η Εκκλησία απομάκρυνε από τα πράγματα, λόγω εξουσίας,
και στη θέση του τοποθέτησε υποτίθεται τον απόστολο Πέτρο ως
πρωτοκορυφαίο απόστολο. Αν διαβάσουμε όμως προσεκτικά τα
γνωστικά κείμενα στα οποία βασίζεται ο Brown,
εκεί η θέση της γυναίκας είναι πολύ κατώτερη του άντρα, ενώ στην
Εκκλησία η γυναίκα παρέμεινε ισότιμη στο γάμο της με τον σύζυγό
της, ονομάζεται και έγινε «κυρία» και δεν παρέμεινε «θηλυκό»,
όπως σε πολυθεϊστικές κοινωνίες που είχε το ρόλο ‘θείας
ιερόδουλης’, για χάρη και πάλι των ανδρών. Έτσι, στο γνωστικό
«ευαγγέλιο του Θωμά» τα φύλα πρέπει να εξισωθούν και να
καταργηθούν για να εισέλθουν οι άνθρωποι στη βασιλεία του Θεού.
Διότι λέγει: «όταν κάνετε τα δύο ένα …… και το αρσενικό και το
θηλυκό τα κάνετε ένα, ώστε το αρσενικό να μην είναι αρσενικό και
το θηλυκό να μην είναι θηλυκό …. τότε θα εισέλθετε (στη
βασιλεία)» (Απόκρ. Χριστ. Κείμ. Α΄, σελ. 309). Το πνεύμα εκεί
βρίσκεται σε έχθρα προς την ύλη και υπάρχει μεταφυσική αντίθεση
μεταξύ πνεύματος και σώματος. Ο κόσμος και τα υλικά
χαρακτηρίζονται ως ‘πτώματα’ και διακρίνονται οι εσωτερικοί
χριστιανοί (μύστες) από τους επιφανειακούς (πλατειές μάζες).
Υπάρχει και η αντιφεμινιστική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία
ΜΟΝΟ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΑΝΤΡΕΣ ΘΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ (βλ. ‘Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα Α΄, Απόκρυφα Ευαγγέλια’,
Ιωάννη Καραβιδόπουλου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 2006).
Τέλος, στο γνωστικό «ευαγγέλιο της Μαρίας»,
όταν η Μαρία η Μαγδαληνή πήρε το λόγο, μετά τη μεγάλη
διστακτικότητα των μαθητών Του να κηρύξουν στα έθνη, τους τόνισε
το φρόνημα και ζήτησε να έχουν ελπίδα στη χάρη Του. ‘ΑΥΤΟΣ ΜΑΣ
ΕΚΑΝΕ ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ’ κατέληξε η Μαρία, συμπεριλαμβάνοντας
προφανώς σ’ αυτό και τον εαυτόν της, σύμφωνα με τη γνωστική
αντίληψη ότι η γυναίκα πρέπει να γίνει άντρας για να εισέλθει
στη βασιλεία του Θεού. Αυτό γιατί στην αρχαιότητα ουδείς είχε
την αντίληψη ότι ο άντρας και η γυναίκα είναι τα δύο ισότιμα
φύλα που αποτελούν την έννοια άνθρωπος (όπως δεχόμαστε σήμερα
και όπως δέχεται και η Εκκλησία), αλλά πίστευαν πως ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΉΣΑΝ ΑΤΕΛΕΙΣ ΑΝΔΡΕΣ, ΠΟΥ ΈΠΡΕΠΕ ΝΑ ΩΡΙΜΑΣΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΝ
ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ. Γιατί όμως; Η απάντηση είναι ότι τα πάντα οι
πρόγονοί μας τα έβλεπαν μέσα από μια πνευματική διαβάθμιση και
άνοδο από τα κατώτερα πνευματικά προς τα ανώτερα, στην οποία
αυτή κλίμακα τα φυτά ήταν απαραίτητο να βαδίσουν προς τα ζώα, τα
παιδιά προς τους ενήλικες, οι γυναίκες προς τους άνδρες και οι
άνδρες τέλος να ενωθούν με τους θεούς, που ήταν το ζητούμενο. Η
πνευματική αυτή ωρίμανση αφορούσε ακόμη και στη σωματική
κατασκευή. Όταν λοιπόν οι γυναίκες γίνουν άνδρες, σύμφωνα με το
κείμενο, αλλά και το απόκρυφο «Ευαγγέλιο του Θωμά», τότε θα
κερδίσουν την αιώνια ζωή (βλ. και Bart D.
Ehrman, «Πέτρος, Παύλος & Μαρία
Μαγδαληνή - Η αλήθεια πίσω από το μύθο», εκδ. Μοντέρνοι Καιροί,
Αθ. 2008, σελ. 362-364).
Φαίνονται λοιπόν πιο ρεαλιστικά τα γνωστικά
κείμενα από τη λογική, την υπευθυνότητα και τις σωστές
κοινωνικές σχέσεις που διδάσκει και προωθεί η εκκλησιαστική ζωή;
Η απάντηση αφήνεται στους αναγνώστες. Κλείνοντας, ας αναφέρουμε
μόνο ότι το άφθαρτο (με τη χάρη του Θεού) χέρι της Μαρίας της
Μαγδαληνής φυλάσσεται στο Άγιο Όρος, στη Μονή της Σιμωνόπετρας,
ότι ευωδιάζει και διατηρείται ακέραιο στους αιώνες. Το γεγονός,
όχι μόνο δεν παύει να είναι μια θαυματουργική απόδειξη για την
αγιότητα της Μαγδαληνής, αλλά πιστοποιεί και την ανάσταση των
νεκρών που θα συμβεί στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, όπως και
τα διατηρηθέντα, χάριτι θεία, άφθορα ολόκληρα σώματα πολλών
αγίων, από την αρχή των χριστιανικών χρόνων, προμηνύουν.
Η εκκλησία μας, τέλος, τιμά την Μαρία
τη Μαγδαληνή ως ισαπόστολο και Μυροφόρο και γιορτάζει τη μνήμη
της στις 22 Ιουλίου και στις 4 Μαΐου, ημέρα ανακομιδής (δηλ.
μεταφοράς) των λειψάνων της. Επίσης την συνεορτάζει μαζί με τις
άλλες Μυροφόρες Άγιες Γυναίκες, την τρίτη Κυριακή μετά το
Πάσχα, που ονομάζεται Κυριακή των Μυροφόρων.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
1.
aktines.blogspot.com/2010/04/blog-post_8541.html
‘Στέργιος Σάκκος, Μαρία Μαγδαληνή, Το αληθινό της πρόσωπο’
2.
Ανδρέα Κεφαλληνιάδη, «Μια τάξη
γεμάτη απορίες», εκδ. Φωτοδότες
3.
Bart D. Ehrman, «Πέτρος, Παύλος & Μαρία Μαγδαληνή - Η αλήθεια
πίσω από το μύθο», εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθ. 2008
4.
Βικιπαίδεια, ‘Μαρία Μαγδαληνή’
5.
Darrell L. Bock, «Κώδικας Ντα Βίντσι – Λογοτεχνική Φαντασία και
χριστιανική θρησκεία», εκδ. Περίπλους, Αθ. 2004
6.
Erwin W. Lutzer, «Da Vinci, Η Εξαπάτηση», εκδ. Πέργαμος, Αθ.
2005
7.
Θεόδωρου Ρηγινιώτη, «Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο
σχηματισμός της Κ.Δ.», Εκδ. Πύρρα
9.
Ιωάννη Καραβιδόπουλου, «Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα Α΄,
Απόκρυφα Ευαγγέλια», εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλ. 2006
10.
Μιχαήλ Χούλη, «Η αλήθεια για τον Κώδικα ντα
Βίντσι», περιοδικό Διάλογος, τ. 42, Αθ. 2005
11.
Μιχαήλ Χούλη, «Ιησούς, ο Χριστός», Ιεράς
Μητροπόλεως Σύρου, εκδ. Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος
Ευαγγελιστρίας Τήνου, 2006
12.
www. jerusalem-patriarchate.info/ gr/ magdala. Htm
13.
Wilson N.G./
Reynolds L.D.,
«Αντιγραφείς και φιλόλογοι», εκδ. ‘Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(ΜΙΕΤ)’, Νοέμβριος 2004
14.
Σάββα Αγουρίδη, «Χριστιανικός Γνωστικισμός», β΄ έκδ., Άρτος
Ζωής, Αθ. 2004